Η λέξη "pernera" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "pernera" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: [peɾˈneɾa].
Η λέξη "pernera" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "περνέρα". Ανάλογα με το πλαίσιο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να περιγράψει "πόδι" ή "πολιτική έννοια" ως όρος που σχετίζεται με τμήματα σώματος.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "pernera" αναφέρεται κυρίως στο τμήμα του ποδιού που περιλαμβάνει τον μηρό ή το μοσχάρι, χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και αθλητικά συμφραζόμενα. Είναι σχετικά συχνή στη γλώσσα και χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά όταν αναφερόμαστε σε κακώσεις ή ασθένειες που σχετίζονται με τα πόδια.
La pernera del pantalón está rota.
(Η περνέρα του παντελονιού είναι σπασμένη.)
Sufrí una lesión en la pernera durante el partido.
(Υπέστην έναν τραυματισμό στην περνέρα κατά τη διάρκεια του αγώνα.)
Η λέξη "pernera" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως ορισμένες παραδείγματα χρήσης της την κάνουν αναγνωρίσιμη σε καθημερινά συμφραζόμενα:
No me puedo mover, tengo la pernera adolorida.
(Δεν μπορώ να κινηθώ, έχω την περνέρα πονεμένη.)
Ella se rompió la pernera mientras corría.
(Αυτή έσπασε την περνέρα της ενώ έτρεχε.)
Usa una venda en la pernera afectada para ayudar a la recuperación.
(Χρησιμοποίησε έναν επίδεσμο στην επηρεασμένη περνέρα για να βοηθήσεις την ανάρρωση.)
Η λέξη "pernera" προέρχεται από την ισπανική γλώσσα, και συνδυάζει το "per" που σχετίζεται με τη λέξη "pedir" (ζητώ), υποδεικνύοντας ότι είναι μέρος του σώματος που χρησιμοποιούμε για να μετακινούμαστε.
Συνώνυμα:
- pierna (πόδι)
Αντώνυμα:
- cintura (μέση) - αναφορά σε τμήμα του σώματος που είναι ψηλότερο του ποδιού.
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη λέξη "pernera" και τη χρήση της στην ισπανική γλώσσα.