Pernil (το ουσιαστικό)
/peɾˈnil/
Η λέξη pernil αναφέρεται κυρίως σε ένα κομμάτι χοιρινού κρέατος, συχνά ολόκληρο ή σε μορφή μπριζόλας. Είναι πολύ διαδεδομένο στη Λατινική Αμερική και σε ισπανικές κουζίνες, ειδικά σε γιορτές και οικογενειακές συγκεντρώσεις. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, ειδικά σε συζητήσεις σχετικά με μαγειρική και γεύματα.
El pernil estaba delicioso en la fiesta.
(Το χοιρινό κρέας ήταν νόστιμο στη γιορτή.)
Voy a preparar un pernil para la cena de Navidad.
(Θα ετοιμάσω ένα χοιρινό κρέας για το δείπνο της Χριστούγεννα.)
En muchas culturas, el pernil es un símbolo de celebración.
(Σε πολλές κουλτούρες, το χοιρινό κρέας είναι ένα σύμβολο γιορτής.)
Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί η διαδικασία μαγειρέματος του χοιρινού στο φούρνο, ιδιαίτερα σε γιορτές.
El pernil de Navidad es una tradición en muchas familias.
(Το χοιρινό κρέας των Χριστουγέννων είναι μια παράδοση σε πολλές οικογένειες.)
Υποδεικνύει την παράδοση του φαγητού κατά τις εορτές.
Perdió el pernil.
(Έχασε το χοιρινό κρέας.)
Χρησιμοποιείται για να εννοηθεί ότι κάτι σημαντικό έχει χαθεί ή δεν είναι διαθέσιμο.
Siempre hago pernil para las reuniones familiares.
(Πάντα φτιάχνω χοιρινό κρέας για τις οικογενειακές συγκεντρώσεις.)
Η λέξη pernil προέρχεται από το Λατινικό "pernix," που σημαίνει "πόδι," αναφερόμενη συχνά στο χοιρινό πόδι ή σε κομμάτια που προέρχονται από το ζώο.
Συνώνυμα: - carne de cerdo (χοιρινό κρέας) - lomo (φιλέτο)
Αντώνυμα: - pollo (κοτόπουλο) - pescado (ψάρι)