Ρήμα.
/pɛɾ.nok.ˈtaɾ/
Το ρήμα "pernoctar" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να δηλώσει τη δράση του να περνά κανείς τη νύχτα κάπου, δηλαδή, να διανυκτερεύει. Χρησιμοποιείται συχνά σε επίσημα πλαίσια ή σε γραπτές αναφορές σχετικά με την παραμονή κάποιου σε συγκεκριμένο μέρος, είτε για λόγους ταξιδιού είτε για άλλους σκοπούς. Η συχνότητα χρήσης του είναι σχετικά μεγαλύτερη στον γραπτό λόγο παρά στον προφορικό. Παρόλα αυτά, συναντάται και στην καθημερινή ομιλία, κυρίως σε τουριστικά ή νομικά συμφραζόμενα.
"Decidimos pernoctar en un hotel durante nuestro viaje a la costa."
"Αποφασίσαμε να διανυκτερεύσουμε σε ένα ξενοδοχείο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας στην ακτή."
"Es recomendable pernoctar en la montaña para disfrutar de la vista al amanecer."
"Είναι συνιστώμενο να διανυκτερεύσετε στο βουνό για να απολαύσετε τη θέα κατά την ανατολή."
"Los estudiantes pernoctaron en el campamento durante el fin de semana."
"Οι φοιτητές διανυκτέρευσαν στο κάμπινγκ κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου."
Το ρήμα "pernoctar" δεν είναι πολύ κοινό σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε φράσεις που αναφέρονται σε διανυκτερεύσεις ή μακροχρόνια παραμονή. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
"No olvides pernoctar donde te indique el guía."
"Μην ξεχάσεις να διανυκτερεύσεις όπου σου υποδείξει ο οδηγός."
"Si vas a pernoctar en la ciudad, asegúrate de reservar un lugar con antelación."
"Αν σκοπεύεις να διανυκτερεύσεις στην πόλη, βεβαιώσου ότι θα κλείσεις ένα μέρος εκ των προτέρων."
"En la bolsa de viaje siempre hay espacio para pernoctar cómodamente."
"Στη σακούλα ταξιδιού πάντα υπάρχει χώρος για να διανυκτερεύεις άνετα."
Η λέξη "pernoctar" προέρχεται από το λατινικό "pernoctare", όπου "per-" σημαίνει "μέσα από" ή "σε όλη τη διάρκεια", και το "noctare" προέρχεται από "nox, noctis", που σημαίνει "νύχτα".
Συνώνυμα: - pasar la noche - quedarse - alojarse
Αντώνυμα: - salir (να φύγεις) - huir (να αποδράσεις)