Το "perpetrar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "perpetrar" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /peɾpeˈtɾaɾ/.
Οι κύριες μεταφράσεις στα Ελληνικά περιλαμβάνουν: - διαπράττω - εκτελώ (συνήθως σε νομικό ή ηθικό πλαίσιο)
Το "perpetrar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφερθεί στη διαπραγμάτευση ενός εγκλήματος ή ενός ανήθικου έργου. Συχνά σχετίζεται με παρανομίες ή βίαιες πράξεις. Είναι πιο συχνά σε γραπτό κείμενο, όπως σε ειδήσεις ή νομικά κείμενα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε προφορικό λόγο.
El ladrón perpetró el robo a plena luz del día.
(Ο διαρρήκτης διαπράχθηκε τη ληστεία υπό το φως της ημέρας.)
Se cree que muchos delitos son perpetrados por organizaciones criminales.
(Πιστεύεται ότι πολλά εγκλήματα διαπράττονται από εγκληματικές οργανώσεις.)
Es inaceptable perpetrar actos de violencia en la sociedad.
(Είναι απαράδεκτο να διαπράττονται πράξεις βίας στην κοινωνία.)
Παρόλο που το "perpetrar" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, χρησιμοποιείται σε επαναλαμβανόμενους φραστικούς τύπους που σχετίζονται με εγκλήματα και τις εγγενείς πράξεις τους. Εδώ είναι μερικά παραδείγματα:
Perpetrar un crimen es un acto condenable.
(Η διαπραγμάτευση ενός εγκλήματος είναι μια καταδικαστέα πράξη.)
No se puede justificar perpetrar actos inmorales.
(Δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η διαπράττωση ανήθικων πράξεων.)
Los informes indican que se perpetraron numerosos delitos en la zona.
(Οι αναφορές δείχνουν ότι διαπράχθηκαν πολλές εγκληματικές πράξεις στην περιοχή.)
Perpetrar la corrupción en el gobierno es un verdadero crimen.
(Η διαφθορά στην κυβέρνηση είναι ένα πραγματικό έγκλημα.)
Cada vez que se perpetran injusticias, es un llamado a la acción.
(Κάθε φορά που διαπράττονται αδικίες, είναι μια κλήση για δράση.)
Η λέξη "perpetrar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "perpetrāre," το οποίο σημαίνει "να ολοκληρώσω" ή "να διαπράξω".
Συνώνυμα: - realizar (εκτελώ) - cometer (διαπράττω)
Αντώνυμα: - evitar (αποφεύγω) - prevenir (προλαμβάνω)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "perpetrar" και της χρήσης της στη γλώσσα Ισπανικά.