Το "perpetuar" είναι ρήμα.
/peɾpe.twaɾ/
Το ρήμα "perpetuar" σημαίνει να κρατήσουμε κάτι να διαρκεί για πάντα, να το διατηρήσουμε ή να το αθανατίσουμε. Χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικούς, πολιτισμικούς και καλλιτεχνικούς τομείς. Στη γλώσσα των Ισπανικών, μπορεί να αναφέρεται σε παραδόσεις, μνήμες ή ακόμα και ανθρώπινες αξίες που επιθυμούμε να διατηρήσουμε.
Η χρήση του είναι αρκετά συχνή και μπορεί να εμφανίζεται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αν και συναντάται πιο συχνά σε γραπτές μορφές όπως άρθρα, δοκίμια ή λογοτεχνία.
"Es importante perpetuar las tradiciones familiares."
"Είναι σημαντικό να διατηρήσουμε τις οικογενειακές παραδόσεις."
"El escritor busca perpetuar su legado a través de sus obras."
"Ο συγγραφέας επιδιώκει να αθανατίσει την κληρονομιά του μέσω των έργων του."
"Las instituciones educativas tienen la responsabilidad de perpetuar el conocimiento."
"Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα έχουν την ευθύνη να διαιωνίζουν τη γνώση."
Το "perpetuar" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που αναφέρονται σε μακροχρόνιες, ανεξίτηλες ή συνεχιζόμενες έννοιες.
"Perpetuar la memoria de los que han partido es un deber."
"Η διατήρηση της μνήμης των πεθαμένων είναι ένα καθήκον."
"Los artistas perpetúan sus emociones en sus obras."
"Οι καλλιτέχνες αθανατίζουν τα συναισθήματά τους στα έργα τους."
"Perpetuar la tradición del festival es clave para la comunidad."
"Η διατήρηση της παράδοσης του φεστιβάλ είναι κλειδί για την κοινότητα."
"Es necesario perpetuar los valores de respeto y tolerancia entre generaciones."
"Είναι απαραίτητο να διατηρήσουμε τις αξίες του σεβασμού και της ανοχής μεταξύ των γενεών."
Η λέξη "perpetuar" προέρχεται από το λατινικό "perpetuare", που σημαίνει "να διατηρείς κάτι σε διάρκεια".
Συνώνυμα: - conservar - mantener - eternizar
Αντώνυμα: - destruir - eliminar - extinguir