perpetuo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

perpetuo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Η λέξη "perpetuo" είναι επίθετο.

Φωνητική Μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /peɾˈpetu.o/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "perpetuo" σημαίνει κάτι που διαρκεί για πάντα ή για αόριστο χρονικό διάστημα. Χρησιμοποιείται συχνά στον νομικό τομέα για να αναφέρεται σε καταστάσεις ή δικαιώματα που ισχύουν αέναα. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά κοινή, και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε νομικά έγγραφα, συμφωνίες και συμβάσεις.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. El contrato es perpetuo y no tiene fecha de caducidad.
    (Η σύμβαση είναι αέναη και δεν έχει ημερομηνία λήξης.)

  2. Tienen derechos perpetuos sobre la propiedad.
    (Έχουν διαρκή δικαιώματα για την ιδιοκτησία.)

  3. Este beneficio es perpetuo para los trabajadores.
    (Αυτό το όφελος είναι αιώνιο για τους εργαζόμενους.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "perpetuo" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την διαρκή κατάσταση ή τα δικαιώματα.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

  1. Sentencias perpetuas
    (Διαρκείς αποφάσεις)
    Las sentencias perpetuas no tienen remedio.
    (Οι διαρκείς αποφάσεις δεν έχουν διέξοδο.)

  2. Beneficio perpetuo
    (Διαρκές όφελος)
    El beneficio perpetuo fue garantizado por la ley.
    (Το διαρκές όφελος διασφαλίστηκε από τον νόμο.)

  3. Vida perpetua
    (Αιώνια ζωή)
    Su legado vivirá en una vida perpetua en la memoria de todos.
    (Η κληρονομιά του θα ζήσει σε αιώνια ζωή στη μνήμη όλων.)

  4. Derechos perpetuos
    (Διαρκή δικαιώματα)
    Los derechos perpetuos son fundamentales en la propiedad privada.
    (Τα διαρκή δικαιώματα είναι θεμελιώδη στην ιδιωτική περιουσία.)

Ετυμολογία

Η λέξη "perpetuo" προέρχεται από τη λατινική λέξη "perpetuus", που σημαίνει "που διαρκεί για πάντα". Η ρίζα "per-" σχετίζεται με τον επαναλαμβανόμενο ή διαρκή χαρακτήρα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - eterno (αιώνιος) - inacabable (ατελείωτος) - duradero (διαρκής)

Αντώνυμα: - temporal (χρονικός) - efímero (εφήμερος) - momentáneo (στιγμιαίος)



22-07-2024