Το "perro" στα ισπανικά σημαίνει "σκύλος". Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο και στη γραπτή γλώσσα. Είναι ένα από τα πιο συνηθισμένα λεξιλογικά στοιχεία της ισπανικής γλώσσας.
Κλίση ρημάτος
Δεν είναι ρήμα, άρα δεν προσφέρεται κλίση ρηματικών χρόνων.
Παραδείγματα
Mi perro es muy cariñoso. (Ο σκύλος μου είναι πολύ φιλικός.)
En el parque vi un perro persiguiendo una pelota. (Στο πάρκο είδα ένα σκύλο να κυνηγάει μια μπάλα.)
Ιδιωματικές εκφράσεις
Το "perro" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Estar hecho un perro (Να είναι μπλεγμένος σε προβλήματα)
Trabajar como un perro (Να δουλεύεις σκληρά)
Más vale perro conocido que lobo por conocer (Προτιμότερο να γνωρίζεις τον εχθρό σου παρά να βρίσκεσαι σε αγνωσία)
Estar en el quinto perro (Να είσαι σε μια πολύ απομακρυσμένη τοποθεσία)
Ετυμολογία
Η λέξη "perro" προέρχεται από τα λατινικά "canis", το οποίο σημαίνει "σκύλος".