Επίθετο
/persisˈtente/
Η λέξη "persistente" στα Ισπανικά σημαίνει κάτι ή κάποιον που έχει την ικανότητα να διαρκεί ή να επιμένει, ανεξαρτήτως δυσκολιών ή αντιξοοτήτων. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει άτομα ή καταστάσεις που δεν παραιτούνται εύκολα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
El estudiante es persistente en sus estudios.
(Ο φοιτητής είναι επίμονος στις σπουδές του.)
A pesar de los obstáculos, su amor es persistente.
(Παρά τα εμπόδια, η αγάπη του είναι επίμονη.)
El clima en esta región es persistente durante todo el año.
(Το κλίμα σε αυτήν την περιοχή είναι σταθερό καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου.)
Η λέξη "persistente" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος είναι απτό και δεν αλλάζει τις απόψεις ή τις θέσεις του.
"Persistente en la lucha"
(Επίμονος στη μάχη.)
Σε αυτή την περίπτωση, αναφέρεται σε κάποιον που δεν παραιτείται στη προσπάθεια του, όπως στο πολιτικό ή κοινωνικό πλαίσιο.
"La actitud persistente da frutos"
(Η επίμονη στάση αποφέρει καρπούς.)
Αυτή η φράση εννοεί ότι η επιμονή συνήθως οδηγεί σε επιτυχία.
"Irritar a alguien hasta ser persistente"
(Να εκνευρίσεις κάποιον μέχρι να γίνεις επίμονος.)
"Siempre he sido persistente en mis sueños."
(Πάντα ήμουν επίμονος στα όνειρά μου.)
"Un enfoque persistente puede cambiar la situación."
(Μια επίμονη προσέγγιση μπορεί να αλλάξει την κατάσταση.)
Η λέξη "persistente" προέρχεται από το λατινικό "persistentem", που σημαίνει "να επιμένεις ή να παραμένεις σταθερός".
Συνώνυμα: - Tenaz (επίμονος) - Resistente (ανθεκτικός) - Obstinado (προσηλωμένος)
Αντώνυμα: - Impulsivo (παρορμητικός) - Cambiante (αλλαγμένος) - Inconsistente (ασυνεπής)