Η λέξη "persona" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
/persóna/
Στα Ισπανικά, η λέξη "persona" αναφέρεται σε έναν άνθρωπο ή σε μια ατομικότητα. Χρησιμοποιείται ευρέως και στις περισσότερες περιπτώσεις σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Η λέξη είναι πολύ συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά επίσης χρησιμοποιείται και σε γραπτά κείμενα.
Ella es una persona muy amable.
Είναι ένα πολύ ευγενικό άτομο.
Cada persona tiene sus propias opiniones.
Κάθε πρόσωπο έχει τις δικές του απόψεις.
La persona que llamó no dejó un mensaje.
Το άτομο που κάλεσε δεν άφησε μήνυμα.
Η λέξη "persona" χρησιμοποιείται σε πολλές ισπανικές ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από τις πιο κοινές περιλαμβάνουν:
Ser una persona de confianza.
Είναι ένα άτομο εμπιστοσύνης.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον αξιόπιστο.)
No es persona para eso.
Δεν είναι άτομο για αυτό.
(Δηλώνει ότι κάποιος δεν είναι κατάλληλος για συγκεκριμένη εργασία ή ευθύνη.)
A esa persona no le falta de nada.
Αυτό το άτομο δεν του λείπει τίποτα.
(Εννοεί ότι κάποιος είναι πολύ ευνοούμενος ή τυχερός.)
Η λέξη "persona" προέρχεται από την λατινική "persona", που αρχικά αναφερόταν σε μια μάσκα ή ρόλο που σχημάτιζε μια θεατρική παράσταση.
Συνώνυμα: - individuo (άτομο) - ser (ον)
Αντώνυμα: - ninguno (κανένας) - nada (τίποτα)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν την έννοια της λέξης "persona" με αρκετές λεπτομέρειες και παραδείγματα.