personal - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

personal (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ο όρος «personal» είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική του μεταγραφή είναι: /peɾ.soˈnal/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη «personal» χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με ένα άτομο ή την προσωπική του ζωή. Χρησιμοποιείται σε ποικιλία πλαισίων, από την καθημερινή ομιλία έως επαγγελματικές συνθήκες. Η συχνότητά της είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο αλλά και στο γραπτό κείμενο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Es importante cuidar de la salud personal.
  2. Είναι σημαντικό να φροντίζουμε την προσωπική μας υγεία.

  3. Tienen derechos personales que deben ser respetados.

  4. Έχουν προσωπικά δικαιώματα που πρέπει να γίνονται σεβαστά.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη «personal» χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:

  1. Asuntos personales.
  2. Προσωπικά θέματα.
  3. (Αναφέρεται σε υποθέσεις που αφορούν την ατομική ζωή κάποιου.)

  4. Vida personal.

  5. Προσωπική ζωή.
  6. (Αναφέρεται στη ζωή ενός ατόμου εκτός δουλειάς ή δημόσιων υποχρεώσεων.)

  7. Datos personales.

  8. Προσωπικά στοιχεία.
  9. (Αναφέρεται σε πληροφορίες που αφορούν την ταυτότητα ενός ατόμου, όπως όνομα, διεύθυνση κ.λπ.)

  10. Cuidado personal.

  11. Προσωπική φροντίδα.
  12. (Αναφέρεται σε πρακτικές που σχετίζονται με την αυτοφροντίδα και την ευεξία.)

  13. Relaciones personales.

  14. Προσωπικές σχέσεις.
  15. (Αναφέρεται στις σχέσεις που έχει ένα άτομο με τους άλλους στην ιδιωτική του ζωή.)

Ετυμολογία

Η λέξη προέρχεται από το λατινικό όρο «personalis», που σημαίνει «σχετικός με το άτομο», το οποίο έχει τη ρίζα του στη λέξη «persona», που αναφέρεται σε ένα πρόσωπο ή χαρακτήρα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Individual - Privado

Αντώνυμα: - Colectivo - Público



22-07-2024