Ο όρος «personal» είναι επίθετο.
Η φωνητική του μεταγραφή είναι: /peɾ.soˈnal/
Η λέξη «personal» χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με ένα άτομο ή την προσωπική του ζωή. Χρησιμοποιείται σε ποικιλία πλαισίων, από την καθημερινή ομιλία έως επαγγελματικές συνθήκες. Η συχνότητά της είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο αλλά και στο γραπτό κείμενο.
Είναι σημαντικό να φροντίζουμε την προσωπική μας υγεία.
Tienen derechos personales que deben ser respetados.
Η λέξη «personal» χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
(Αναφέρεται σε υποθέσεις που αφορούν την ατομική ζωή κάποιου.)
Vida personal.
(Αναφέρεται στη ζωή ενός ατόμου εκτός δουλειάς ή δημόσιων υποχρεώσεων.)
Datos personales.
(Αναφέρεται σε πληροφορίες που αφορούν την ταυτότητα ενός ατόμου, όπως όνομα, διεύθυνση κ.λπ.)
Cuidado personal.
(Αναφέρεται σε πρακτικές που σχετίζονται με την αυτοφροντίδα και την ευεξία.)
Relaciones personales.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό όρο «personalis», που σημαίνει «σχετικός με το άτομο», το οποίο έχει τη ρίζα του στη λέξη «persona», που αναφέρεται σε ένα πρόσωπο ή χαρακτήρα.
Συνώνυμα: - Individual - Privado
Αντώνυμα: - Colectivo - Público