Η λέξη "perspicacia" είναι ουσιαστικό.
/peɾ.spiˈka.sja/
Η "perspicacia" αναφέρεται στην ικανότητα να κατανοείς ή να αντιλαμβάνεσαι καταστάσεις και λεπτομέρειες με σαφήνεια και βάθος. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει ανθρώπους που έχουν οξυδερκή παρατήρηση και μπορούν να διακρίνουν πράγματα που άλλοι μπορεί να μην παρατηρούν. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα σε γραπτές ή ακαδημαϊκές πηγές.
Η διαύγεια της ανάλυσής του ήταν προφανής στις συζητήσεις.
Necesitas más perspicacia para entender las verdaderas intenciones detrás de sus palabras.
Στο Ισπανικά, η λέξη "perspicacia" δεν εμφανίζεται συχνά σε πολλές συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις που ενισχύουν την έννοιά της.
Με την οξυδέρκειά του, έλυσε το μυστήριο σε λίγο χρόνο.
La perspicacia de los detectives es fundamental para resolver casos complejos.
Η οξυδέρκεια των ντετέκτιβ είναι θεμελιώδης για την επίλυση σύνθετων υποθέσεων.
Es admirable la perspicacia que muestra en sus evaluaciones.
Η λέξη "perspicacia" προέρχεται από το λατινικό "perspicacia", που σημαίνει "διαύγεια" ή "διακριτική ικανότητα". Η ρίζα της προέρχεται από το ρήμα "perspicere", που σημαίνει "να βλέπω καθαρά" ή "να διακρίνω".
Αυτή η ανάλυση σκοπό έχει να δείξει τη σημασία και τη χρήση της λέξης "perspicacia" στην ισπανική γλώσσα.