Pertinencia είναι ουσιαστικό.
/pɛr.tiˈnen.θja/
Η λέξη pertinencia χρησιμοποιείται για να δηλώσει την καταλληλότητα ή σημασία μιας κατάστασης, γεγονότος ή ανάλυσης σε σχέση με κάποιο θέμα. Στη γλώσσα των νομικών, μπορεί να αναφέρεται στη σημαντικότητα των αποδείξεων ή στοιχείων σε μια υπόθεση. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια και συναντάται και στους προφορικούς και στους γραπτούς λόγους.
Η λέξη χρησιμοποιείται κοινά στην καθημερινή ομιλία καθώς και σε ακαδημαϊκά ή νομικά κείμενα.
La pertinencia de esta información es crucial para la investigación.
(Η σχετικότητα αυτής της πληροφορίας είναι κρίσιμη για την έρευνα.)
No podemos ignorar la pertinencia de los testimonios en este caso.
(Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την σημασία των μαρτυριών σε αυτή την υπόθεση.)
Η λέξη pertinencia δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε φράσεις που αναφέρονται στην σημασία ή καταλληλότητα κάποιου θέματος.
La pertinencia de sus argumentos fue evidente en el debate.
(Η σημασία των επιχειρημάτων του ήταν προφανής στη συζήτηση.)
Es importante discutir la pertinencia de las políticas implementadas.
(Είναι σημαντικό να συζητηθεί η κατάλληλότητα των πολιτικών που εφαρμόστηκαν.)
La pertinencia de cada elección influye en el resultado final.
(Η καταλληλότητα κάθε επιλογής επηρεάζει το τελικό αποτέλεσμα.)
Η λέξη pertinencia προέρχεται από το λατινικό pertinens, το οποίο σημαίνει "αφορώ", που αποτελείται από το πρόθεμα per- (μέσω) και το ρήμα tenere (κρατώ).
Συνώνυμα: - Aplicabilidad - Relevancia - Admisibilidad
Αντώνυμα: - Irrelevancia - Inutilidad - Impertinencia