pervertido είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /peɾβeɾˈtiðo/
Η λέξη pervertido χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει ανώμαλες ή διαστροφικές σεξουαλικές προτιμήσεις ή που έχει πειραχθεί η ηθική του στάθμη. Στην Ισπανική γλώσσα, η λέξη μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και συχνά έχει την τάση να ακούγεται περισσότερο σε καταστάσεις που εμπεριέχουν κριτική ή αρνητική αξιολόγηση.
Αυτός θεωρήθηκε διαστροφή λόγω των πράξεών του.
Nunca debes confiar en un pervertido.
Η λέξη pervertido μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στη ισπανική γλώσσα:
Δεν είμαι διαστροφικός, απλώς έχω διαφορετικές προτιμήσεις.
El arte puede ser visto como algo pervertido por algunos críticos.
Η τέχνη μπορεί να θεωρηθεί κάτι διαστροφικό από μερικούς κριτικούς.
No dejes que un pervertido te manipule.
Μην επιτρέπεις σε έναν διαστροφή να σε χειραγωγήσει.
Algunas personas piensan que el amor puede ser pervertido.
Ορισμένοι άνθρωποι πιστεύουν ότι η αγάπη μπορεί να είναι διαστραμμένη.
Hay pervertidos que no entienden el verdadero amor.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό pervertere, που σημαίνει "να στραφεί προς τα πίσω" ή "να καταστραφεί".
Συνώνυμα: - depravado (διεστραμμένος) - desviado (παρακλίνων)
Αντώνυμα: - virtuoso (έντιμος) - recto (ώριμος, σωστός)