Το "pervivir" είναι ρήμα.
/peɾβiˈβiɾ/
Η λέξη "pervivir" στα Ισπανικά σημαίνει την ικανότητα κάποιου να παραμένει στη ζωή, να διαρκεί, ή να συνεχίζει να υπάρχει παρόλες τις αντίξοες συνθήκες. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την επιβίωση τόσο σε φυσικό όσο και σε πολιτιστικό ή συναισθηματικό επίπεδο. Η χρήση του είναι αρκετά κοινή και μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, αν και τείνει να είναι πιο συχνή σε λογοτεχνικά ή φιλοσοφικά κείμενα.
Παραδείγματα προτάσεων: 1. "Es esencial que aprendamos a pervivir en tiempos difíciles." - "Είναι σημαντικό να μάθουμε να επιβιώνουμε σε δύσκολες εποχές."
"Οι πολιτιστικές παραδόσεις προσπαθούν να επιβιώσουν με την πάροδο του χρόνου."
"El amor verdadero siempre encuentra la forma de pervivir."
Το "pervivir" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες φράσεις που δείχνουν την ιδέα της διαρκούς ύπαρξης ή επιβίωσης:
"Οι ρίζες αυτής της κοινότητας θα επιβιώσουν για πάντα."
"Aunque las circunstancias cambien, nuestra amistad pervivirá."
"Αν και οι συνθήκες αλλάξουν, η φιλία μας θα επιβιώσει."
"El arte clásico tiene la capacidad de pervivir en la memoria colectiva."
Η λέξη "pervivir" προέρχεται από το λατινικό "pervivere," που σημαίνει "να ζεις πλήρως" ή "να συνεχίζεις να ζεις." Η σύνθεση της λέξης περιλαμβάνει το πρόθεμα "per-" (που σημαίνει "μέσω" ή "κατά τη διάρκεια") και το ρήμα "vivir" (να ζεις).
Συνώνυμα: - subsistir - continuar - perdurar
Αντώνυμα: - morir - desaparecer - extinguirse