pervivir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

pervivir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "pervivir" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/peɾβiˈβiɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "pervivir" στα Ισπανικά σημαίνει την ικανότητα κάποιου να παραμένει στη ζωή, να διαρκεί, ή να συνεχίζει να υπάρχει παρόλες τις αντίξοες συνθήκες. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την επιβίωση τόσο σε φυσικό όσο και σε πολιτιστικό ή συναισθηματικό επίπεδο. Η χρήση του είναι αρκετά κοινή και μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, αν και τείνει να είναι πιο συχνή σε λογοτεχνικά ή φιλοσοφικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων: 1. "Es esencial que aprendamos a pervivir en tiempos difíciles." - "Είναι σημαντικό να μάθουμε να επιβιώνουμε σε δύσκολες εποχές."

  1. "Las tradiciones culturales buscan pervivir a lo largo del tiempo."
  2. "Οι πολιτιστικές παραδόσεις προσπαθούν να επιβιώσουν με την πάροδο του χρόνου."

  3. "El amor verdadero siempre encuentra la forma de pervivir."

  4. "Η αληθινή αγάπη πάντα βρίσκει τρόπο να επιβιώνει."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "pervivir" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες φράσεις που δείχνουν την ιδέα της διαρκούς ύπαρξης ή επιβίωσης:

  1. "Las raíces de esta comunidad pervivirán por siempre."
  2. "Οι ρίζες αυτής της κοινότητας θα επιβιώσουν για πάντα."

  3. "Aunque las circunstancias cambien, nuestra amistad pervivirá."

  4. "Αν και οι συνθήκες αλλάξουν, η φιλία μας θα επιβιώσει."

  5. "El arte clásico tiene la capacidad de pervivir en la memoria colectiva."

  6. "Η κλασική τέχνη έχει την ικανότητα να επιβιώνει στη συλλογική μνήμη."

Ετυμολογία

Η λέξη "pervivir" προέρχεται από το λατινικό "pervivere," που σημαίνει "να ζεις πλήρως" ή "να συνεχίζεις να ζεις." Η σύνθεση της λέξης περιλαμβάνει το πρόθεμα "per-" (που σημαίνει "μέσω" ή "κατά τη διάρκεια") και το ρήμα "vivir" (να ζεις).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - subsistir - continuar - perdurar

Αντώνυμα: - morir - desaparecer - extinguirse



23-07-2024