Pesa είναι ουσιαστικό και είναι ο τύπος τρίτου προσώπου του ρήματος pesar (να ζυγίζω).
/pesa/
Η λέξη pesa προέρχεται από το ρήμα pesar και δηλώνει το βάρος ενός αντικειμένου ή τι μπορεί να επιφέρει ένα αντικείμενο σε όρους βάρους. Η χρήση της είναι κοινή και μπορεί να βρεθεί σε διάφορα πλαίσια, από επιστημονικές αναφορές έως καθημερινές συνομιλίες. Συχνά βρίσκεται σε προφορικό λόγο αλλά και σε γραπτά κείμενα.
Παραδείγματα προτάσεων:
- La pesa indica que el saco pesa 20 kilogramos.
(Η ζυγαριά δείχνει ότι το σάκο ζυγίζει 20 κιλά.)
Η λέξη pesa χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, όπως:
Pesar en la balanza
(Ζυγίζω σε μια ισορροπία)
Vivir a peso
(Να ζω με λίγα χρήματα)
Lo que pesa no se mide
(Αυτό που έχει βάρος δεν μετριέται)
Η λέξη pesa προέρχεται από τα Λατινικά "pensare", που σημαίνει "να ζυγίζω". Η ρίζα της ενσωματώνει την έννοια της μέτρησης ή του βάρους.
Συνώνυμα: - peso (βάρος) - carga (φορτίο)
Αντώνυμα: - ligereza (ελαφρότητα) - liviandad (ελαφρότητα)
Η λέξη pesa έχει την ικανότητα να προσφέρει διαφορετικές αποχρώσεις και σημασίες ανάλογα με το πλαίσιο χρήσης της, κάνοντάς την κρίσιμη σε πολλές πτυχές του ισπανικού λόγου.