Η λέξη "pesas" είναι ουσιαστικό και είναι στον πληθυντικό αριθμό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "pesas" με τη χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ˈpesas/
Η λέξη "pesas" αναφέρεται συνήθως σε αντικείμενα που έχουν βάρος και χρησιμοποιούνται για ασκήσεις ενδυνάμωσης, όπως τα βαριά αντικείμενα που μεταφέρουμε για να αυξήσουμε τη μυϊκή μας δύναμη. Χρησιμοποιείται κυρίως σε αθλητικά και γυμναστικά περιβάλλοντα.
Η λέξη "pesas" χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε γραπτές αναφορές σχετικές με τον αθλητισμό και τη γυμναστική.
Voy al gimnasio para levantar pesas.
(Πηγαίνω στο γυμναστήριο για να σηκώσω βάρη.)
Las pesas son esenciales para la musculación.
(Τα βάρη είναι απαραίτητα για την ενδυνάμωση.)
Ella levanta pesas todos los días.
(Αυτή σηκώνει βάρη κάθε μέρα.)
Η λέξη "pesas" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε συμφραζόμενα που σχετίζονται με την φυσική κατάσταση και τη γυμναστική.
Subir pesas es una buena forma de ganar masa muscular.
(Το να σηκώνεις βάρη είναι μια καλή μέθοδος για να αποκτήσεις μυϊκή μάζα.)
Entrenar con pesas mejora el rendimiento atlético.
(Η εκπαίδευση με βάρη βελτιώνει τις αθλητικές επιδόσεις.)
No olvides calentar antes de levantar pesas.
(Μη ξεχνάς να κάνεις ζέσταμα πριν σηκώσεις βάρη.)
Η λέξη "pesas" προέρχεται από το ρήμα "pesar", που σημαίνει "να ζυγίζω" ή "να μετρώ το βάρος". Η ρίζα της λέξης υποδηλώνει τη φυσική έννοια του βάρους.
Αυτή η ερμηνεία της λέξης "pesas" προσφέρει μια πλήρη εικόνα για τη χρήση και τη σημασία της στη γλώσσα Ισπανικά.