Η λέξη pescador είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης pescador με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /pes.kaˈðoɾ/.
Η λέξη pescador μεταφράζεται στα ελληνικά ως: - ψαράς - αλιέας
Η λέξη pescador αναφέρεται σε ένα άτομο που ασκεί την αλιεία, δηλαδή αυτόν που πιάνει ψάρια είτε για επαγγελματικούς σκοπούς είτε για αναψυχή.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή και χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αν και εμφανίζεται και σε γραπτά κείμενα, κυρίως σε περιγραφές σχετικών δραστηριοτήτων και σε λογοτεχνικό πλαίσιο.
El pescador salió al mar temprano por la mañana.
Ο ψαράς βγήκε στη θάλασσα νωρίς το πρωί.
Cada verano, mi abuelo era pescador en el lago.
Κάθε καλοκαίρι, ο παππούς μου ήταν ψαράς στη λίμνη.
Εδώ είναι μερικές ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη pescador:
Pescador de ilusiones
Ψαράς ονείρων
Χρησιμοποιείται για να αναφέρει κάποιον που έχει ελπίδες ή προσδοκίες που μπορεί να είναι ανεκπλήρωτες.
Pescador en río revuelto
Ψαράς σε αναταραγμένο ποτάμι
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που επωφελείται από καταστάσεις αναστάτωσης ή αστάθειας.
A río revuelto, ganancia de pescador
Σε αναταραγμένο ποτάμι, κέρδος του ψαρά
Έκφραση που σημαίνει ότι σε περιόδους κρίσης ή αποδιοργάνωσης, κάποιοι μπορούν να βρουν ευκαιρίες.
Η λέξη pescador προέρχεται από την προϊσπανική λέξη "pescar," που σημαίνει "αλιεύω." Η ρίζα της λέξης αναφέρεται στη λεκτική πράξη της αλίευσης ψαριών.
Συνώνυμα: - Afilador (σε ορισμένα συμφραζόμενα) - Pescador profesional (επαγγελματίας ψαράς)
Αντώνυμα: - No pescador (μη ψαράς) - Consumidor (καταναλωτής)
Ελπίζω αυτές οι πληροφορίες να σας φανούν χρήσιμες!