Postigo είναι ουσιαστικό.
[po̞sˈtiɣo]
Η λέξη postigo αναφέρεται σε ένα μικρό παράθυρο ή μία μικρή πόρτα, συνήθως που χρησιμοποιείται σε τοίχους ή σε κατασκευές, όπως σε κτίρια με παλιές αρχιτεκτονικές. Χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο παρά στην προφορική ομιλία, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε συνομιλίες σχετικά με την αρχιτεκτονική ή την ιστορία της πόλης.
El viejo castillo tiene un postigo que da al jardín.
(Το παλιό κάστρο έχει ένα παραθύρι που βγαίνει στον κήπο.)
Siempre cerramos el postigo cada noche para mayor seguridad.
(Πάντα κλείνουμε το παραθύρι κάθε βράδυ για περισσότερη ασφάλεια.)
Η λέξη postigo δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί σε περιγραφές περιοχών με ιστορική ή αρχιτεκτονική σημασία. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες εκφράσεις που τείνουν να περιλαμβάνουν τον όρο.
A través del postigo se puede admirar el paisaje.
(Μέσα από το παραθύρι μπορείς να θαυμάσεις το τοπίο.)
El postigo del recuerdo me lleva a tiempos pasados.
(Το παραθύρι της μνήμης με μεταφέρει σε παλιές εποχές.)
Η λέξη postigo προέρχεται από το λατινικό "postīcum", το οποίο αναφέρεται σε μικρές εισόδους ή παραθυρίσματα.
Συνώνυμα: - Ventana (παράθυρο) - Puerta (πόρτα)
Αντώνυμα: - Cierre (κλείσιμο) - Cerradura (κλειδαριά)
Αυτή είναι η πλήρης ανάλυση της λέξης postigo στα Ισπανικά, που αναδεικνύει τη σημασία της, τη χρήση της και σχετικές πληροφορίες.