Η λέξη "postor" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /posˈtoɾ/
Η λέξη "postor" αναφέρεται σε άτομο που εκπροσωπεί ή υποστηρίζει κάποιον άλλο ή κάτι. Στην οικονομία και το νόμο, μπορεί να αναφέρεται σε άτομο που προωθεί ή διαχειρίζεται συμφωνίες εκ μέρους άλλων. Η χρήση της στη γλώσσα των Ισπανικών είναι σχετικά συχνή και συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με λίγο μεγαλύτερη προτίμηση στο γραπτό πλαίσιο λόγω της επίσημης φύσης των θεμάτων που σχετίζονται με το νόμο και τις οικονομικές συμφωνίες.
El postor presentó su oferta en la subasta.
(Ο προστάτης υπέβαλε την προσφορά του στην δημοπρασία.)
El postor era el único interesado en el proyecto.
(Ο εκπρόσωπος ήταν ο μόνος ενδιαφερόμενος στο έργο.)
Η λέξη "postor" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες καταδεικνύουν τη σημασία της στην κοινωνία:
El postor más agresivo gana la subasta.
(Ο πιο επιθετικός προστάτης κερδίζει τη δημοπρασία.)
Ser un postor silencioso puede ser ventajoso.
(Το να είσαι σιωπηλός προστάτης μπορεί να είναι ευνοϊκό.)
El postor tiene la última palabra en la negociación.
(Ο εκπρόσωπος έχει την τελευταία λέξη στη διαπραγμάτευση.)
Η λέξη "postor" προέρχεται από τη λατινική λέξη "postor", που σημαίνει "αυτός που προσφέρει" ή "αυτός που καταθέτει προσφορά".