Ρήμα.
/posˈtɾaɾ/
Η λέξη "postrar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει τη δράση του υποβάλει ή του υποτακτικού, συνήθως με τη σημασία του να καμφθεί ή να προσκυνήσει, κάτι που σχετίζεται με συναίσθημα ταπεινότητας ή σεβασμού. Αναφέρεται συχνά σε περιπτώσεις όπου ένα άτομο υποτάσσεται ή υποβάλλεται στη δύναμη ή την επιρροή κάποιου άλλου.
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε θρησκευτικά ή φιλοσοφικά κείμενα, αλλά μπορεί να βρεθεί και σε προφορικές συζητήσεις όπου συζητούνται θέματα ταπεινώσεως ή σεβασμού.
El rey se postra ante sus súbditos.
(Ο βασιλιάς υποτάσσεται μπροστά στους υπηκόους του.)
En la ceremonia, las personas se postraron en señal de respeto.
(Στην τε ceremony, οι άνθρωποι υποτάχθηκαν ως ένδειξη σεβασμού.)
Ella decidió postrarse ante Dios en un momento de desesperación.
(Αυτή αποφάσισε να υποταχθεί στον Θεό σε μια στιγμή απελπισίας.)
Η λέξη "postrar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά:
Postrarse ante la autoridad.
(Να υποταχθείς μπροστά στην αρχή.)
No hay que postrarse ante las dificultades.
(Δεν πρέπει να υποταχθείς στις δυσκολίες.)
Se postra el corazón cuando ama.
(Η καρδιά υποτάσσεται όταν αγαπά.)
Postrarse a los pies de alguien.
(Να υποταχθείς στα πόδια κάποιου.)
Η λέξη "postrar" προέρχεται από το λατινικό "postrare", το οποίο σημαίνει "να διαλύσεις ή να ρίξεις κάτι κάτω". Στα Ισπανικά, η σημασία της μετασχηματίστηκε για να περιγράψει πράξεις ταπεινώσεως ή υποταγής.
Συνώνυμα: - Humillarse (να ταπεινωθεί) - Arrodillarse (να γονατίσει) - Se postrar a (να περιπέσει σε κατάσταση υποταγής)
Αντώνυμα: - Levantarse (να σηκωθεί) - Resistir (να αντισταθεί) - Desafiar (να αψηφήσει)