Μέρος του λόγου: Ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /posˈtɾimeɾ/
Χρήση στα Ισπανικά: Η λέξη "postrimer" στα Ισπανικά χρησιμοποιείται σπάνια, κυρίως στον προφορικό λόγο, για να περιγράψει τον πίσω ή τελευταίο καθυστερημένο χρόνο.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. Salió postrimer y se perdió la oportunidad de despedirse. (Έφυγε τελευταίος και χάθηκε η ευκαιρία να αποχαιρετήσει.) 2. Llegaron postrimer a la fiesta, cuando todos ya se estaban yendo. (Φτάσανε αργά στο πάρτι, όταν όλοι ήταν ήδη φεύγοντας.)
Ετυμολογία: Η λέξη "postrimer" προέρχεται από τα λατινικά "post" (μετά) και "primus" (πρώτος), υποδηλώνοντας τον τελευταίο χρόνο.
Συνώνυμα: Τελευταίος, υστερικός.
Αντώνυμα: Πρώτος, πρώτος κατά σειρά.