ρήμα
/posˈtulɑɾ/
Η λέξη postular χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία υποβολής αίτησης για μια θέση ή την προώθηση μιας πρότασης ή ιδέας. Συχνά χρησιμοποιείται σε νομικά, διοικητικά και κοινωνικά πλαίσια. Είναι πιο διαδεδομένη στο γραπτό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε επίσημες ή επαγγελματικές συνομιλίες.
Θα υποβάλω αίτηση για τη θέση του διευθυντή.
Ella decidió postular a una beca.
Αυτή αποφάσισε να ζητήσει μια υποτροφία.
Es importante postular propuestas innovadoras.
Η λέξη postular χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις.
Χρησιμοποιείται για να αναφέρεται στην επιθυμία ή ανάγκη για αλλαγές σε μια διαδικασία ή κατάσταση.
Postular a un puesto
Αναφέρεται στην υποβολή αίτησης για εργασία ή θέση σε μια εταιρεία.
Postular por derechos
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος υπερασπίζεται τα δικαιώματά του ή ζητά κοινωνικά δικαιώματα.
Postular ideas
Έκφραση που χρησιμοποιείται όταν κάποιος διατυπώνει προτάσεις ή απόψεις.
Postular soluciones
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος προσπαθεί να προτείνει μια λύση σε ένα πρόβλημα.
Postular de manera formal
Το ρήμα postular προέρχεται από το λατινικό postulare, που σημαίνει "να ζητάς" ή "να απαιτείς".
Συνώνυμα: - solicitar - pedir - proponer
Αντώνυμα: - rechazar (αρνούμαι) - desaprobar (μη εγκρίνω)