Η λέξη "postura" είναι ουσιαστικό (feminine noun).
/posˈtuɾa/
Η λέξη "postura" αναφέρεται στην στάση ή την θέση του σώματος. Χρησιμοποιείται τόσο σε φυσικές καταστάσεις (πως στέκεται ή κάθεται κάποιος) όσο και σε πιο αφηρημένες έννοιες (στάση σε θέματα ή ιδέες). Στα Ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και σε καθημερινές συνομιλίες, και είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο.
Ella tiene una buena postura al sentarse.
(Αυτή έχει καλή στάση όταν κάθεται.)
La postura del gobierno sobre este tema es clara.
(Η στάση της κυβέρνησης σε αυτό το θέμα είναι σαφής.)
Necesitamos corregir nuestra postura en las reuniones.
(Πρέπει να διορθώσουμε τη στάση μας στις συναντήσεις.)
Η λέξη "postura" χρησιμοποιείται επίσης σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Tomar una postura.
(Να πάρεις μια στάση.)
Σημαίνει να εκφράσεις ή να προσδιορίσεις τη θέση σου σε ένα θέμα.
Postura de poder.
(Στάση εξουσίας.)
Αναφέρεται σε μια στάση που υποδηλώνει δύναμη ή έλεγχο.
Postura de negociación.
(Στάση διαπραγμάτευσης.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη στρατηγική ή την προσέγγιση που κάποιος έχει κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων.
No ceder en tu postura.
(Μη συμβιβάζεσαι στη στάση σου.)
Σημαίνει να παραμείνεις σταθερός σε μια γνώμη ή απόφαση.
Η λέξη "postura" προέρχεται από το λατινικό "postura", το οποίο σημαίνει "στάση" ή "θέση". Η ρίζα "ponere" σημαίνει "τοποθετώ", υποδεικνύοντας την έννοια της τοποθέτησης ή της θέσης.
Συνώνυμα: - posición - actitud - postura corporal
Αντώνυμα: - despostura (κακή στάση) - inercia (αδράνεια, χωρίς κίνηση)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα της λέξης "postura" στα Ισπανικά, καθώς και τη χρήση της στη γλώσσα.