potencial - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

potencial (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Η λέξη "potencial" είναι επίθετο και ουσιαστικό.

Φωνητική Μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "potencial" με χρήση του Διεθνούς Φωνητικού Αλφαβήτου (IPA) είναι: [po.ten.sjal].

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "potencial" χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει κάτι που έχει τη δυνατότητα να εξελιχθεί ή να εκδηλωθεί στο μέλλον. Συχνά αναφέρεται σε δυνάμεις ή ικανότητες που δεν έχουν ακόμα εκδηλωθεί. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε τομείς όπως η οικονομία και η επιστήμη.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. El potencial de esta tecnología es enorme.
    (Η δυναμική αυτής της τεχνολογίας είναι τεράστια.)

  2. Es importante identificar el potencial de cada estudiante.
    (Είναι σημαντικό να εντοπιστεί η δυνατότητα κάθε μαθητή.)

  3. El potencial de crecimiento económico es prometedor.
    (Η δυνητική οικονομική ανάπτυξη είναι υποσχόμενη.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "potencial" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:

  1. Aprovechar el potencial.
    (Εκμεταλλεύομαι τη δυνατότητα.)
    Η φράση αυτή υποδηλώνει την ανάγκη να χρησιμοποιηθεί στο έπακρο η δύναμη ή η ικανότητα κάποιου ή κάτι.

  2. Potencial sin explotar.
    (Δυναμικό που δεν έχει εκμεταλλευθεί.)
    Αναφέρεται σε δυνατότητες που δεν έχουν ακόμη αξιοποιηθεί.

  3. Desarrollar el potencial.
    (Αναπτύσσω τη δυνατότητα.)
    Σημαίνει να εργαστεί κανείς για να βελτιώσει τις ικανότητες ή τις δυνατότητές του.

  4. El potencial humano.
    (Η ανθρώπινη δυναμική.)
    Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στις ικανότητες και τις δυνατότητες των ανθρώπων σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον.

  5. Potencial de mercado.
    (Αγοραστικό δυναμικό.)
    Αναφέρεται στην ικανότητα της αγοράς να αναπτυχθεί ή να αποδώσει κέρδη.

  6. Potencial creativo.
    (Δημιουργικό δυναμικό.)
    Αναφέρεται στη δυνατότητα κάποιου να κατασκευάσει ή να δημιουργήσει πρωτοποριακές ιδέες.

Ετυμολογία

Η λέξη "potencial" προέρχεται από το λατινικό "potentia", το οποίο σημαίνει "δύναμη" ή "ικανότητα", και σχετίζεται με τις έννοιες της δύναμης και της ικανότητας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Capacidad (ικανότητα) - Posibilidad (δυνατότητα) - Potencialidad (δυναμική)

Αντώνυμα: - Imposibilidad (αδυναμία) - Inutilidad (αχρηστία) - Limitación (περιορισμός)



22-07-2024