Το "potenciar" είναι ρήμα.
/poteɲˈθjaɾ/
Η λέξη "potenciar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφέρεται στη διαδικασία της ενδυνάμωσης ή της ενίσχυσης κάποιου στοιχείου, ικανότητας ή σημαντικότητας. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως η επιστήμη, η ιατρική, η εκπαίδευση και η ψυχολογία, και έχει μέση έως υψηλή συχνότητα χρήσης. Συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα, αλλά και στον προφορικό λόγο.
Είναι σημαντικό να ενδυναμώσουμε την ψυχική υγεία των νέων.
El ejercicio regular puede potenciar la resistencia física.
Η λέξη "potenciar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Η ενδυνάμωση της ομαδικής εργασίας είναι απαραίτητη για την επιτυχία.
Para potenciar tu aprendizaje, es recomendable que leas diariamente.
Για να ενισχύσεις τη μάθησή σου, είναι σκόπιμο να διαβάζεις καθημερινά.
El programa busca potenciar las habilidades de los estudiantes.
Το πρόγραμμα στοχεύει στην ενίσχυση των ικανοτήτων των μαθητών.
La empresa quiere potenciar su marca en el mercado internacional.
Η λέξη "potenciar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "potentiare", που σημαίνει "αυξάνω την δύναμη" (potens = δυνατός).
Συνώνυμα: - Enriquecer (ενισχύω) - Aumentar (αυξάνω) - Fomentar (προωθώ)
Αντώνυμα: - Debilitar (αδυνατίζω) - Limitar (περιορίζω) - Reducir (μειώνω)