potenciar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

potenciar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "potenciar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/poteɲˈθjaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "potenciar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφέρεται στη διαδικασία της ενδυνάμωσης ή της ενίσχυσης κάποιου στοιχείου, ικανότητας ή σημαντικότητας. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως η επιστήμη, η ιατρική, η εκπαίδευση και η ψυχολογία, και έχει μέση έως υψηλή συχνότητα χρήσης. Συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα, αλλά και στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Es importante potenciar la salud mental en los jóvenes.
  2. Είναι σημαντικό να ενδυναμώσουμε την ψυχική υγεία των νέων.

  3. El ejercicio regular puede potenciar la resistencia física.

  4. Η τακτική άσκηση μπορεί να ενισχύσει την φυσική αντοχή.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "potenciar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Potenciar el trabajo en equipo es esencial para el éxito.
  2. Η ενδυνάμωση της ομαδικής εργασίας είναι απαραίτητη για την επιτυχία.

  3. Para potenciar tu aprendizaje, es recomendable que leas diariamente.

  4. Για να ενισχύσεις τη μάθησή σου, είναι σκόπιμο να διαβάζεις καθημερινά.

  5. El programa busca potenciar las habilidades de los estudiantes.

  6. Το πρόγραμμα στοχεύει στην ενίσχυση των ικανοτήτων των μαθητών.

  7. La empresa quiere potenciar su marca en el mercado internacional.

  8. Η εταιρεία θέλει να ενδυναμώσει τη μάρκα της στην παγκόσμια αγορά.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "potenciar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "potentiare", που σημαίνει "αυξάνω την δύναμη" (potens = δυνατός).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Enriquecer (ενισχύω) - Aumentar (αυξάνω) - Fomentar (προωθώ)

Αντώνυμα: - Debilitar (αδυνατίζω) - Limitar (περιορίζω) - Reducir (μειώνω)



23-07-2024