Η λέξη "potente" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /poˈtente/
Η λέξη "potente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει μεγάλη δύναμη ή δυνατότητα. Αυτό μπορεί να αναφέρεται σε φυσική δύναμη, πολιτική εξουσία, ή ακόμα και σε ικανότητες και προσόντα. Χρησιμοποιείται ευρέως στην καθημερινή ομιλία, αλλά και σε πιο επίσημα ή γραπτά πλαίσια.
Είναι συνήθως πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο ως μέρος διαλόγου ή περιγραφών.
El medicamento es muy potente.
Το φάρμακο είναι πολύ ισχυρό.
Un líder potente puede influir en la opinión pública.
Ένας ισχυρός ηγέτης μπορεί να επηρεάσει τη δημόσια γνώμη.
El motor de este coche es realmente potente.
Ο κινητήρας αυτού του αυτοκινήτου είναι πραγματικά δυνατός.
Η λέξη "potente" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Ser potente como un toro.
Να είσαι δυνατός σαν ταύρος.
(Δηλώνει μεγάλη σωματική δύναμη)
Tener un carácter potente.
Να έχεις ισχυρό χαρακτήρα.
(Αναφέρεται σε κάποιον με ισχυρή προσωπικότητα)
Una emoción potente.
Ένα ισχυρό συναίσθημα.
(Μπορεί να περιγράψει κάτι που προκαλεί έντονα συναισθήματα)
Una influencia potente en la sociedad.
Μια ισχυρή επιρροή στην κοινωνία.
(Αναφέρεται σε άτομα ή οργανισμούς που έχουν σημαντική επιρροή)
Un perfume potente.
Ένα ισχυρό άρωμα.
(Αναφέρεται σε αρώματα που είναι πολύ έντονα)
Η λέξη "potente" προέρχεται από το λατινικό "potens," που σημαίνει "έχοντας τη δύναμη" ή "ικανός."
Συνώνυμα: - fuerte (ισχυρός) - sólido (σταθερός) - vigoroso (δραστήριος)
Αντώνυμα: - débil (ασθενής) - impotente (ανίκανος) - flojo (χαλαρός)
Αυτές οι πληροφορίες κατά σχετικά με τη λέξη "potente" θα σας βοηθήσουν να κατανοήσετε πλήρως τη χρήση και τις εφαρμογές της στην ισπανική γλώσσα.