Η λέξη "potestad" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /po.te'stað/
Η λέξη "potestad" αναφέρεται σε μια νόμιμη ή θεσμική εξουσία, δικαιοδοσία ή δυνατότητα που έχει ένα άτομο ή μια αρχή να εκτελεί μια πράξη ή να πάρει αποφάσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα του δικαίου, πολιτικής και διοίκησης. Η χρήση της είναι πιθανότερη στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε νομικά κείμενα και διακηρύξεις, παρά στον προφορικό λόγο.
La autoridad tiene la potestad de decidir sobre este asunto.
(Η αρχή έχει την εξουσία να αποφασίσει για αυτό το θέμα.)
Los padres tienen la potestad de tomar decisiones por sus hijos menores.
(Οι γονείς έχουν την εξουσία να παίρνουν αποφάσεις για τα ανήλικα παιδιά τους.)
Η λέξη "potestad" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όμως σχετίζεται συχνά με εκφράσεις που αναφέρονται σε εξουσία ή δικαιώματα. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Al tener la potestad, se anticipa la tranquilidad en la toma de decisiones.
(Αφού έχει την εξουσία, αναμένονται ηρεμία στη λήψη αποφάσεων.)
La potestad de un juez es fundamental para la justicia.
(Η εξουσία ενός δικαστή είναι θεμελιώδης για τη δικαιοσύνη.)
Η λέξη "potestad" προέρχεται από το λατινικό "potestas", το οποίο σημαίνει "δύναμη" ή "εξουσία".
Συνώνυμα - autoridad - facultad - dominio
Αντώνυμα - impotencia - debilidad - sumisión
Με αυτές τις πληροφορίες, ελπίζω να έχετε μια σαφή κατανόηση της λέξης "potestad" στην ισπανική γλώσσα.