Το "potestativo" είναι επίθετο στα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή του "potestativo" είναι [po.te.staˈti.βo].
Η λέξη "potestativo" χρησιμοποιείται κυρίως στον νομικό τομέα για να αναφερθεί σε κάτι που είναι ελεύθερο ή προαιρετικό και δεν επιβάλλεται υποχρεωτικά. Στη γενική γλώσσα, αναφέρεται σε καταστάσεις που δεν απαιτούν υποχρεωτική επιλογή ή ενέργεια. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέση, και συναντάται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, ειδικότερα σε νομικά κείμενα και συμφωνίες.
Η ρήτρα είναι προαιρετική, επομένως δεν είναι υποχρεωτικό να την τηρήσουμε.
El derecho de elección es potestativo en este acuerdo.
Η λέξη "potestativo" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στους ισπανόφωνους, αλλά ενδέχεται να συναντήσετε φράσεις που την περιλαμβάνουν για να δηλώσουν την έννοια της ελευθερίας επιλογής. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
Είναι δικαίωμά του να αποφασίσει ποιον δρόμο να ακολουθήσει.
La oferta es potestativa, puedes aceptarla o no.
Η προσφορά είναι προαιρετική, μπορείς να την αποδεχτείς ή όχι.
La elección de la materia es potestativa para los estudiantes.
Η λέξη "potestativo" προέρχεται από τη λατινική λέξη "potestativus", που σημαίνει "έχω τη δυνατότητα" ή "είμαι σε θέση να". Αποτελείται από το "potestas", που σημαίνει "δύναμη" ή "εξουσία", και την κατάληξη "-ivo", που υποδηλώνει ικανότητα ή ιδιότητα.