potestativo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

potestativo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "potestativo" είναι επίθετο στα Ισπανικά.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "potestativo" είναι [po.te.staˈti.βo].

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "potestativo" χρησιμοποιείται κυρίως στον νομικό τομέα για να αναφερθεί σε κάτι που είναι ελεύθερο ή προαιρετικό και δεν επιβάλλεται υποχρεωτικά. Στη γενική γλώσσα, αναφέρεται σε καταστάσεις που δεν απαιτούν υποχρεωτική επιλογή ή ενέργεια. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέση, και συναντάται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, ειδικότερα σε νομικά κείμενα και συμφωνίες.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La cláusula es potestativa, por lo que no es obligatorio cumplirla.
  2. Η ρήτρα είναι προαιρετική, επομένως δεν είναι υποχρεωτικό να την τηρήσουμε.

  3. El derecho de elección es potestativo en este acuerdo.

  4. Το δικαίωμα επιλογής είναι προαιρετικό σε αυτή τη συμφωνία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "potestativo" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στους ισπανόφωνους, αλλά ενδέχεται να συναντήσετε φράσεις που την περιλαμβάνουν για να δηλώσουν την έννοια της ελευθερίας επιλογής. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:

  1. Es su potestativo decidir qué camino seguir.
  2. Είναι δικαίωμά του να αποφασίσει ποιον δρόμο να ακολουθήσει.

  3. La oferta es potestativa, puedes aceptarla o no.

  4. Η προσφορά είναι προαιρετική, μπορείς να την αποδεχτείς ή όχι.

  5. La elección de la materia es potestativa para los estudiantes.

  6. Η επιλογή του μαθήματος είναι προαιρετική για τους μαθητές.

Ετυμολογία

Η λέξη "potestativo" προέρχεται από τη λατινική λέξη "potestativus", που σημαίνει "έχω τη δυνατότητα" ή "είμαι σε θέση να". Αποτελείται από το "potestas", που σημαίνει "δύναμη" ή "εξουσία", και την κατάληξη "-ivo", που υποδηλώνει ικανότητα ή ιδιότητα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



23-07-2024