Το "potrero" είναι ουσιαστικό.
/poteɾo/
Η λέξη "potrero" χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να αναφερθεί σε ένα λιβάδι ή βοσκότοπο, συχνά χρησιμοποιούμενη σε αγροτικές ή κτηνοτροφικές αναφορές. Σημαίνει γενικά μια περιοχή γης που προορίζεται για την άρμεξη ζώων όπως τα βοοειδή ή τα πρόβατα. Είναι μια κοινή λέξη στους προφορικούς και γραπτούς λόγους, πολύ συνηθισμένη στην Αργεντινή και άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Los caballos pastan libremente en el potrero.
(Τα άλογα βόσκουν ελεύθερα στο λιβάδι.)
El granjero lleva a las ovejas al potrero.
(Ο αγρότης οδηγεί τα πρόβατα στο βοσκότοπο.)
Η λέξη "potrero" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, η σημασία της ενδέχεται να εισαχθεί σε προτάσεις που αφορούν τη ζωή στην υπαίθριο ή την αγροτική ζωή. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
"Echó a correr a los perros en el potrero"
(Άφησε να τρέξουν οι σκύλοι στο λιβάδι.)
"En el potrero se escucha el canto de los pájaros."
(Στο βόσκοτο ακούγεται το τραγούδι των πουλιών.)
"El potrero sirve como refugio para los animales."
(Το λιβάδι χρησιμεύει ως καταφύγιο για τα ζώα.)
Η λέξη "potrero" προέρχεται από το ισπανικό "potro," που σημαίνει "άλογο," με έμφαση στη σχέση της με τα ζώα και τη γεωργία.
Συνώνυμα: - Pastizal (βοσκοτόπος) - Campo (χωράφι)
Αντώνυμα: - Edificio (κτίριο) - Urbano (αστικός)