Το "practicar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "practicar" είναι /pɾak.tiˈkaɾ/.
Η λέξη "practicar" σημαίνει να εκτελείς μια δραστηριότητα ή να κάνεις κάτι τακτικά με σκοπό να βελτιωθείς ή να αποκτήσεις εμπειρία. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των Ισπανών για να αναφερθούν σε δραστηριότητες όπως ο αθλητισμός, η μουσική ή οποιαδήποτε άλλη μορφή πρακτικής.
Συχνότητα χρήσης: Η χρήση της λέξης "practicar" είναι αρκετά συχνή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Στον προφορικό λόγο ίσως να ακούγεται πιο συχνά σε καθημερινές συζητήσεις.
Θα ασκώ το πιάνο κάθε μέρα.
Es importante practicar para adoptar buenos hábitos.
Είναι σημαντικό να εξασκείτε για να αποκτήσετε καλές συνήθειες.
Necesito practicar mi español antes del examen.
Η λέξη "practicar" συχνά συμμετέχει σε συνδυασμένα εκφράσεις και ιδιώματα. Ακολουθούν ορισμένες από αυτές:
Είναι ουσιώδες να ασκείς το άθλημα για να διατηρήσεις την υγεία.
Practicar la paciencia.
Σε δύσκολες περιπτώσεις, είναι σημαντικό να ασκείς την υπομονή.
Practicar la lectura.
Πάντα πρέπει να ασκούμε την ανάγνωση για να βελτιώσουμε τις ικανότητές μας.
Practicar la escritura.
Η λέξη "practicar" προέρχεται από το λατινικό "practicare", που σημαίνει "να εφαρμόσεις ή να ασκείς κάτι".
Συνώνυμα: - ejercitar (ασκώ) - aplicar (εφαρμόζω) - ensayar (δοκιμάζω)
Αντώνυμα: - abandonar (παραιτούμαι) - descuidar (παραμελώ)