practicar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

practicar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "practicar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "practicar" είναι /pɾak.tiˈkaɾ/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "practicar" σημαίνει να εκτελείς μια δραστηριότητα ή να κάνεις κάτι τακτικά με σκοπό να βελτιωθείς ή να αποκτήσεις εμπειρία. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των Ισπανών για να αναφερθούν σε δραστηριότητες όπως ο αθλητισμός, η μουσική ή οποιαδήποτε άλλη μορφή πρακτικής.

Συχνότητα χρήσης: Η χρήση της λέξης "practicar" είναι αρκετά συχνή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Στον προφορικό λόγο ίσως να ακούγεται πιο συχνά σε καθημερινές συζητήσεις.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. Voy a practicar el piano todos los días.
  2. Θα ασκώ το πιάνο κάθε μέρα.

  3. Es importante practicar para adoptar buenos hábitos.

  4. Είναι σημαντικό να εξασκείτε για να αποκτήσετε καλές συνήθειες.

  5. Necesito practicar mi español antes del examen.

  6. Χρειάζομαι να εξασκήσω τα ισπανικά μου πριν από την εξέταση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "practicar" συχνά συμμετέχει σε συνδυασμένα εκφράσεις και ιδιώματα. Ακολουθούν ορισμένες από αυτές:

  1. Practicar el deporte.
  2. Ασκώ το άθλημα.
  3. "Es esencial practicar el deporte para mantener la salud."
  4. Είναι ουσιώδες να ασκείς το άθλημα για να διατηρήσεις την υγεία.

  5. Practicar la paciencia.

  6. Ασκώ την υπομονή.
  7. "En eventos difíciles, es importante practicar la paciencia."
  8. Σε δύσκολες περιπτώσεις, είναι σημαντικό να ασκείς την υπομονή.

  9. Practicar la lectura.

  10. Ασκώ την ανάγνωση.
  11. "Siempre hay que practicar la lectura para mejorar nuestras habilidades."
  12. Πάντα πρέπει να ασκούμε την ανάγνωση για να βελτιώσουμε τις ικανότητές μας.

  13. Practicar la escritura.

  14. Ασκώ τη συγγραφή.
  15. "Los estudiantes deben practicar la escritura para comunicarse mejor."
  16. Οι φοιτητές πρέπει να ασκούν τη συγγραφή για να επικοινωνούν καλύτερα.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "practicar" προέρχεται από το λατινικό "practicare", που σημαίνει "να εφαρμόσεις ή να ασκείς κάτι".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - ejercitar (ασκώ) - aplicar (εφαρμόζω) - ensayar (δοκιμάζω)

Αντώνυμα: - abandonar (παραιτούμαι) - descuidar (παραμελώ)



22-07-2024