pradera: ουσιαστικό
[pɾaˈðeɾa]
Η λέξη pradera αναφέρεται σε εκτάσεις γης καλυμμένες κατά κύριο λόγο με χόρτα και διάφορα φυτά που αναπτύσσονται σε ήπιους και ισχυρούς κλιματικούς όρους. Χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει περιοχές που είναι ιδανικές για βοσκή ζώων, καθώς και για γεωργικές δραστηριότητες. Η χρήση της είναι συχνή και στους δύο τομείς (γραπτός και προφορικός λόγος).
"Los caballos pastan en la pradera."
(Τα άλογα βοσκούνε στο λιβάδι.)
"La pradera se extiende hasta el horizonte."
(Το λιβάδι εκτείνεται μέχρι τον ορίζοντα.)
Η λέξη pradera δεν είναι τόσο κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μεταφορικές εκφράσεις και περιγραφές.
"Viajar por la pradera de la vida..."
(Ταξιδεύοντας στη λιβάδι της ζωής...)
"En la pradera de la amistad, siempre hay espacio para más."
(Στο λιβάδι της φιλίας, πάντα υπάρχει χώρος για περισσότερους.)
Η λέξη pradera προέρχεται από τη λατινική λέξη "prata", που σημαίνει «λιβάδι» ή «χορτώδης περιοχή».
Συνώνυμα: - pastizal (βοσκότοπος) - campo (πεδίο)
Αντώνυμα: - desierto (έρημος) - montaña (βουνό)