Η λέξη "precario" στα Ισπανικά αναφέρεται σε κάτι που είναι ασταθές, επισφαλές ή που δεν έχει σταθερότητα. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις ή συνθήκες που δεν παρέχουν εγγυήσεις ή σιγουριά, όπως οικονομικές συνθήκες ή εργασιακές σχέσεις. Χρησιμοποιείται καθημερινά και μπορεί να απαντηθεί σε προφορικό αλλά και γραπτό λόγο. Είναι αρκετά συχνή στη συζήτηση σχετικά με την οικονομία και την εργασία.
Η οικονομική κατάσταση είναι πολύ επισφαλής αυτή τη στιγμή.
Muchos trabajadores viven en condiciones precarias.
Πολλοί εργαζόμενοι ζουν σε πρόχειρες συνθήκες.
La vivienda precaria no ofrece la seguridad que necesitamos.
Η λέξη "precario" εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την αβεβαιότητα και την επισφάλεια:
Να ζεις από μέρα σε μέρα είναι μια επισφαλής κατάσταση.
Tener un empleo precario puede afectar la salud mental.
Να έχεις μια επισφαλή εργασία μπορεί να επηρεάσει την ψυχική υγεία.
Es difícil hacer planes en una situación tan precaria.
Είναι δύσκολο να κάνεις σχέδια σε μια τόσο επισφαλή κατάσταση.
Las condiciones de trabajo precarias son un problema común.
Οι επισφαλείς συνθήκες εργασίας είναι ένα κοινό πρόβλημα.
La precariedad laboral ha aumentado en los últimos años.
Η εργασιακή επισφάλεια έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.
La vivienda precaria representa un desafío social.
Η λέξη "precario" προέρχεται από το λατινικό "precarius", που σημαίνει "κερδισμένος με προσευχές ή παρακάλες", δηλώνοντας κάτι που είναι αβέβαιο ή που εξαρτάται από τον έξω παράγοντα.