Η λέξη "precedente" είναι ουσιαστικό και επίθετο στα ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "precedente" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /pɾeθeˈðente/ (στην ισπανική προφορά).
Η λέξη "precedente" αναφέρεται σε αυτό που προηγείται, είτε σε χρονική είτε σε σειρά. Στη νομική γλώσσα, χρησιμοποιείται για να περιγράψει προηγούμενες αποφάσεις ή πράξεις που μπορεί να επηρεάσουν τρέχουσες υποθέσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό περιβάλλον, ιδιαίτερα σε νομικά κείμενα και λογοτεχνία.
"El fallo del tribunal fue un precedente importante en el derecho."
"Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν ένα σημαντικό προηγούμενο στο δίκαιο."
"Las decisiones precedentes nos ayudan a entender mejor la actual."
"Οι προηγούμενες αποφάσεις μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα την τρέχουσα."
"Es esencial considerar los precedentes antes de tomar una decisión."
"Είναι ουσιώδες να εξετάσουμε τα προηγούμενα πριν πάρουμε μια απόφαση."
Η λέξη "precedente" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως στο νομικό και κοινωνικό πλαίσιο.
"Sigue un precedente legal."
"Ακολουθεί ένα νομικό προηγούμενο."
"El caso estableció un precedente histórico."
"Η υπόθεση καθόρισε ένα ιστορικό προηγούμενο."
"Referirse a precedentes es común en las argumentaciones jurídicas."
"Η αναφορά σε προηγούμενα είναι συνηθισμένη στις νομικές επιχειρηματολογίες."
"Los precedentes son fundamentales para la jurisprudencia."
"Τα προηγούμενα είναι θεμελιώδη για τη νομολογία."
"En derecho, el principio de precedentes es clave para la toma de decisiones."
"Στο δίκαιο, η αρχή των προηγουμένων είναι κλειδί για τη λήψη αποφάσεων."
Η λέξη "precedente" προέρχεται από το λατινικό "praecedente", το οποίο σημαίνει "αυτού που προηγείται". Η ρίζα της λέξης είναι "cedere", που σημαίνει "παραχωρώ".
Συνώνυμα: - anterior - previos
Αντώνυμα: - siguiente (επόμενος) - posterior (μεταγενέστερος)