preceptivo είναι επίθετο στα Ισπανικά.
Φωνητική μεταγραφή: /pɾeθepˈtiβo/
Η λέξη preceptivo αναφέρεται σε κάτι το οποίο είναι επιτακτικό ή υποχρεωτικό, συνήθως σε νομικά και άλλες επίσημες συνθήκες. Χρησιμοποιείται συχνά σε κείμενα που αναφέρονται σε κανονισμούς, νόμους ή διαδικασίες, υποδηλώνοντας ότι κάτι πρέπει να τηρηθεί ή να εφαρμοστεί.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε νομικά έγγραφα και κανονισμούς.
Ο κανονιστικός κανονισμός πρέπει να τηρείται από όλους.
Es preceptivo presentar los documentos necesarios.
Είναι υποχρεωτικό να υποβληθούν τα απαραίτητα έγγραφα.
Los preceptivos procedimientos legales fueron seguidos.
Η λέξη preceptivo δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένα νομικά ή επίσημα πλαίσια. Ωστόσο, μπορεί να αναφερθεί σε περιπτώσεις που απαιτούν συμμόρφωση με κανόνες ή νόμους.
Η τήρηση του επιτακτικού είναι θεμελιώδης στη δικαιοσύνη.
Es preceptivo seguir las indicaciones del contrato.
Είναι υποχρεωτικό να ακολουθούνται οι οδηγίες της σύμβασης.
No ignorar lo preceptivo, ya que puede tener consecuencias legales.
Η λέξη preceptivo προέρχεται από το λατινικό "praeceptivus", το οποίο σημαίνει "εκείνο που παραγγέλλεται" ή "εκείνο που επιβάλλεται".
Συνώνυμα: - επιτακτικός - υποχρεωτικός - αναγκαίος
Αντώνυμα: - προαιρετικός - ελεύθερος (στην έννοια της επιλογής) - μη υποχρεωτικός