Precepto είναι ουσιαστικό (συγκεκριμένα, θηλυκό).
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /pɾeˈsep.to/
Η λέξη precepto αναφέρεται σε μια οδηγία, κανόνα ή εντολή που παρέχεται προκειμένου να διευκολυνθεί η κατανόηση ή η εφαρμογή κάποιων κανόνων ή διαδικασιών. Στη νομική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερθεί σε κανόνες που υπαγορεύονται από τη νομοθεσία ή τους κανονισμούς. Στη γενική χρήση, μπορεί να αναφέρεται σε ηθικές ή διδακτικές οδηγίες.
Χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό πλαίσιο, ειδικότερα σε νομικά κείμενα, κανονισμούς και διδακτικές πηγές.
Η προεπίθεση του νόμου είναι σαφής και πρέπει να γίνει σεβαστή.
Cada precepto del contrato debe ser entendido por ambas partes.
Η λέξη precepto δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά παρακάτω παρατίθενται κάποιες σχετικές φράσεις:
Αυτή η φράση σημαίνει ότι πρέπει να ακολουθείς τους κανόνες ή τις οδηγίες.
"No ignorar el precepto"
Υποδηλώνει την υποχρέωση να τηρείς τους κανόνες που έχουν τεθεί.
"El precepto moral a seguir es esencial."
Η λέξη precepto προέρχεται από το λατινικό praeceptum, το οποίο σημαίνει "αυτό που έχει προταθεί" ή "διδαχή". Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με την έννοια της προετοιμασίας και της καθοδήγησης.
Συνώνυμα: - Mandato (εντολή) - Directiva (κατεύθυνση) - Instrucción (οδηγία)
Αντώνυμα: - Desobediencia (ανυπακοή) - Ignorancia (άγνοια)
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια καλή κατανόηση της λέξης precepto και της χρήσης της στη γλώσσα Ισπανικά σε διάφορους τομείς.