Το «precinto» είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του «precinto» στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /pɾeˈsinto/.
Η λέξη «precinto» αναφέρεται σε ένα σφραγιστικό μέσο, κυρίως που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι κάποιο αντικείμενο έχει κλειστεί, σφραγιστεί ή περιφραχθεί. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και τεχνικά συμφραζόμενα.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο κοινή σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με το νόμο και την τεχνολογία.
Η σφραγίδα του κουτιού έσπασε κατά τη μεταφορά.
El policía colocó un precinto en la puerta del local.
Ο αστυνομικός τοποθέτησε μια σφραγίδα στην πόρτα του καταστήματος.
Es importante no romper el precinto si se quiere devolver el producto.
Η λέξη «precinto» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις ή φράσεις όπου η έννοια του σφραγισμένου ή κλειστού αντικειμένου είναι κεντρική.
Παράδειγμα: Το έγγραφο σφραγίστηκε, οπότε του μπήκε σφραγίδα σε κάτι σημαντικό.
"Romper el precinto" - να σπάσεις τη σφραγίδα.
Παράδειγμα: Δεν μπορείς να πουλήσεις το προϊόν αν σπάσεις τη σφραγίδα.
"Conserven el precinto" - κρατήστε τη σφραγίδα.
Η λέξη «precinto» προέρχεται από το λατινικό «praecinctus», που σημαίνει «σφραγισμένος», «περιβεβλημένος». Η ρίζα «cinctus» είναι που σημαίνει «περικυκλώνω» ή «περικλείω».
Συνώνυμα: - Sello (σφραγίδα) - Cierre (κλείσιμο)
Αντώνυμα: - Apertura (άνοιγμα) - Desprecintar (ξεσφραγίζω)