Επίθετο
/preˈθjoso/ (ισπανικά) ή /preˈsjo.so/ (ισπανικά, Λατινική Αμερική)
Η λέξη "precioso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει μεγάλη αξία, είναι πολύ όμορφο ή που προκαλεί θαυμασμό. Χρησιμοποιείται τόσο σε γενικές όσο και σε πιο συναισθηματικές καταστάσεις. Είναι μιας γενικής χρήσης λέξη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό και γραπτό λόγο, αν και παρατηρείται μεγαλύτερη συχνότητα στον προφορικό λόγο λόγω της συναισθηματικής της φύσης.
Αυτή η κοσμήματα είναι πολύτιμο.
El paisaje en la montaña es precioso.
Το τοπίο στο βουνό είναι όμορφο.
Tienes un corazón precioso.
Η λέξη "precioso" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις για να ενισχύσει τη συναισθηματική ένταση.
Η μέρα είναι εκπληκτική για ένα πικνίκ.
Esa sonrisa es preciosa.
Αυτό το χαμόγελο είναι όμορφο.
El libro que leí es precioso.
Το βιβλίο που διάβασα είναι θαυμάσιο.
Tu amistad es preciosa para mí.
Η φιλία σου είναι πολύτιμη για μένα.
La música que tocas es preciosa.
Η μουσική που παίζεις είναι όμορφη.
Este momento es precioso.
Η λέξη "precioso" προέρχεται από το λατινικό "pretiosus", το οποίο σημαίνει "πολύτιμος" ή "ακριβός".
Συνώνυμα: - Bello (όμορφος) - Valioso (πολύτιμος) - Hermoso (όμορφος)
Αντώνυμα: - Común (κοινός) - Feo (άσχημος) - Barato (φθηνός)