precipitado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

precipitado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "precipitado" είναι επίθετο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η διεθνής φωνητική αλφαβητική μεταγραφή είναι: /pɾeθi.piˈðaðo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "precipitado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει συμβεί γρήγορα ή χωρίς προγραμματισμό. Στην ιατρική και τη χημεία, αναφέρεται σε φαινόμενα που συμβαίνουν γρήγορα, όπως η απόθεση ενός στερεού (προϊόντος) από ένα διάλυμα.

Συχνότητα Χρήσης: Χρησιμοποιείται τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συχνά σε επιστημονικά κείμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El experimento fue precipitado y no se siguieron los pasos recomendados.
  2. Το πείραμα ήταν πρόωρο και δεν ακολουθήθηκαν οι συνιστώμενες διαδικασίες.

  3. El precipitador del sistema separa las partículas sólidas del líquido.

  4. Ο κατακρημνιστής του συστήματος διαχωρίζει τα στερεά σωματίδια από το υγρό.

  5. No tomes decisiones precipitadas, reflexiona antes de actuar.

  6. Μην παίρνεις βιαστικές αποφάσεις, σκέψου πριν ενεργήσεις.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "precipitado" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στις οποίες μπορεί να εκφράσει βιασύνη ή ακαταλληλία:

  1. Tomar una decisión precipitada es a menudo un error.
  2. Η λήψη μιας πρόωρης απόφασης είναι συχνά ένα λάθος.

  3. No seas precipitado, a veces lo mejor es esperar.

  4. Μην είσαι βιαστικός, μερικές φορές το καλύτερο είναι να περιμένεις.

  5. El precipitamiento en las acciones puede llevar a consecuencias indeseadas.

  6. Η βιασύνη στις ενέργειες μπορεί να οδηγήσει σε ανεπιθύμητες συνέπειες.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "precipitado" προέρχεται από το λατινικό "praecipitatus", που σημαίνει «να πέσει ή να χυθεί».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Apresurado (βιαστικός) - Inmediato (άμεσος) - Rápido (γρήγορος)

Αντώνυμα: - Lento (αργός) - Calmado (ήρεμος) - Reflexivo (σκεπτικός)



23-07-2024