Το "precipitar" είναι ρήμα.
/pɾesi.piˈtaɾ/
Η λέξη "precipitar" χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς. Σημαίνει γενικά να ρίχνει ή να προκαλεί κάτι να πέσει γρήγορα ή να συμβεί απότομα. Στον τομέα της χημείας, αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία μια ουσία διαχωρίζεται από ένα διάλυμα και σχηματίζει ένα στερεό. Στην ιατρική, μπορεί να σημαίνει την επιδείνωση της κατάστασης ενός ασθενούς, ενώ σε φραστική χρήση αναφέρεται σε αποφάσεις ή ενέργειες που γίνονται βιαστικά.
Η συχνότητα χρήσης του "precipitar" είναι αρκετά υψηλή και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε επιστημονικά και ακαδημαϊκά κείμενα.
Η βροχή μπορεί να προκαλέσει πλημμύρα.
El médico teme que su condición pueda precipitarse.
Ο γιατρός φοβάται ότι η κατάσταση του μπορεί να επιδεινωθεί.
Los sólidos se precipitan al fondo del recipiente.
Η λέξη "precipitar" συχνά εμφανίζεται σε ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες αναφέρονται σε βιασύνη ή ανώμαλες αλλαγές.
Μην βιάζεσαι να πάρεις σημαντικές αποφάσεις.
Su precipitación en actuar le costó caro.
Η βιασύνη του να δράσει του κόστισε ακριβά.
A veces es mejor esperar que precipitarse.
Μερικές φορές είναι καλύτερο να περιμένεις παρά να βιαστείς.
La lluvia no debería precipitar tus planes de viaje.
Η λέξη "precipitar" προέρχεται από το λατινικό "praecipitare", που σημαίνει "να ρίχνεις προς τα κάτω", "να καταρρίπτεσαι".
Συνώνυμα: - arrojar (ρίχνω) - caer (πέφτω)
Αντώνυμα: - levantar (σηκώνω) - sostener (στηρίζω)