Ρήμα.
/pɾesi̯piˈtaɾse/
Η λέξη "precipitarse" στα Ισπανικά σημαίνει να πέφτεις ή να ρίχνεσαι ξαφνικά ή με βία. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά, όπως στο να ενεργείς απερίσκεπτα ή να βιαστείς να κάνεις κάτι χωρίς να σκεφτείς τις συνέπειες. Η χρήση της είναι συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτές μορφές, ιδιαίτερα σε λογοτεχνικά κείμενα ή άρθρα που συζητούν τη δράση ή τις συνέπειες των ενεργειών.
Él se precipitó al hablar y dijo cosas que no quería.
(Αυτός καταρρίφθηκε όταν μίλησε και είπε πράγματα που δεν ήθελε.)
La lluvia precipitó la caída de la tierra.
(Η βροχή προκάλεσε την κατάρρευση του εδάφους.)
No debes precipitarte al tomar decisiones importantes.
(Δε θα πρέπει να βιάζεσαι να παίρνεις σημαντικές αποφάσεις.)
Η λέξη "precipitarse" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αφορούν την ταχύτητα και τις συνέπειες της δράσης.
No te precipites, piensa antes de actuar.
(Μην βιαστείς, σκέψου πριν δράσεις.)
Se precipitó en sus conclusiones y se equivocó.
(Βιάστηκε να βγάλει συμπεράσματα και έκανε λάθος.)
Precipitarse en una relación puede llevar a problemas.
(Η βιασύνη σε μια σχέση μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα.)
Si te precipitas, podrías perder oportunidades valiosas.
(Αν βιαστείς, μπορεί να χάσεις πολύτιμες ευκαιρίες.)
Precipitarse a tomar decisiones sin información puede ser peligroso.
(Η βιασύνη να πάρεις αποφάσεις χωρίς πληροφορίες μπορεί να είναι επικίνδυνη.)
Η λέξη "precipitarse" προέρχεται από το λατινικό "praecipitare," το οποίο σημαίνει "να ρίχνεσαι προς τα κάτω" ή "να πέφτεις". Το πρόθεμα "pre-" υποδηλώνει την επιτάχυνση ή την πρόωρη δράση.
Συνώνυμα: - apresurarse (να βιαστείς) - lanzarse (να ριχτείς)
Αντώνυμα: - detenerse (να σταματήσεις) - reflexionar (να σκεφτείς)