Η λέξη "precisamente" χρησιμοποιείται για να τονίσει τη σαφήνεια ή την ακρίβεια μιας δήλωσης ή μιας ιδέας. Είναι πολύ διαδεδομένη στην καθημερινή ομιλία και στο γραπτό λόγο, και χρησιμοποιείται συχνά για να επιβεβαιώσει ή να διευκρινίσει κάτι.
Ελληνικά: Η αναφορά παραδόθηκε ακριβώς στην ώρα της.
Ισπανικά: Quiero que me digas, precisamente, lo que ocurrió.
Η λέξη "precisamente" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες καταστάσεις για να δώσει έμφαση στην ακριβή έννοια μιας δήλωσης.
Ελληνικά: Ακριβώς γι' αυτό πήρα την απόφαση να φύγω.
Ισπανικά: No hay duda, precisamente eso es lo que quiero.
Ελληνικά: Δεν υπάρχει αμφιβολία, ακριβώς αυτό είναι που θέλω.
Ισπανικά: Se trata, precisamente, de ser honesto contigo mismo.
Η λέξη "precisamente" προέρχεται από το ορνιθόμορφο "preciso", το οποίο σημαίνει "ακριβής". Το "preciso" προέρχεται από το λατινικό "precisus", που σημαίνει "κομμένος", και αναφέρεται στην έννοια της ακρίβειας και της καθαρότητας.
puntual
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "precisamente" στην ισπανική γλώσσα.