Το ρήμα "precisar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να δηλώσει τη διαδικασία του να γίνεις ακριβής ή να διευκρινίσεις κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτές και προφορικές επικοινωνίες, αλλά εμφανίζεται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε επίσημες αναφορές ή ακαδημαϊκά κείμενα.
Είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε τις λεπτομέρειες πριν λάβουμε μια απόφαση.
El profesor necesitaba precisar el contenido del examen.
Η λέξη "precisar" χρησιμοποιείται και σε κάποιες σημαντικές ιδιωματικές εκφράσεις:
Es necesario precisar un punto en la discusión.
Precisar información: Να ζητήσεις ή να μεταδώσεις πληροφορίες.
Voy a precisar información sobre el evento.
Precisar el tiempo: Να καθορίσεις τον χρόνο.
Η λέξη "precisar" προέρχεται από το λατινικό "precisare", που σημαίνει "να προσδιορίσω" ή "να ορίσω".
Definir
Αντώνυμα: