Ρήμα
/ˈpɾe.si.θo/
Η λέξη "preciso" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να δηλώσει κάτι που είναι ακριβές, συγκεκριμένο ή αναγκαίο. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως νομικά και τεχνικά κείμενα, καθώς και στην καθημερινή ομιλία. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, καθώς είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Es preciso que llegues a tiempo.
(Είναι απαραίτητο να φτάσεις εγκαίρως.)
El informe debe ser preciso y claro.
(Η αναφορά πρέπει να είναι ακριβής και σαφής.)
Necesitamos datos precisos para tomar una decisión.
(Χρειαζόμαστε ακριβή δεδομένα για να πάρουμε μια απόφαση.)
Η λέξη "preciso" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, εκφράζοντας την έννοια της ακριβείας και της ανάγκης. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Es preciso tomar en cuenta todos los factores.
(Είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψη όλοι οι παράγοντες.)
Necesitamos un análisis preciso del problema.
(Χρειαζόμαστε μια ακριβή ανάλυση του προβλήματος.)
La información precisa es crucial para el éxito.
(Η ακριβής πληροφόρηση είναι κρίσιμη για την επιτυχία.)
Para resolver el conflicto es preciso un mediador.
(Για να επιλυθεί η διαμάχη είναι απαραίτητος ένας μεσολαβητής.)
Es preciso actuar con rapidez y precisión.
(Είναι απαραίτητο να δράσουμε με ταχύτητα και ακρίβεια.)
Η λέξη "preciso" προέρχεται από το λατινικό "praecisus", που σημαίνει "κομμένος", "αποκομμένος", υποδεικνύοντας μια ακριβή και ξεκάθαρη κατάσταση ή πληροφορία.
Συνώνυμα: - Exacto (ακριβής) - Veraz (αληθινός, ειλικρινής)
Αντώνυμα: - Impreciso (αδόκιμος, ανακριβής) - Ambiguo (αμφίβολος)