Ρήμα
/prekoniˈθaɾ/
Η λέξη "preconizar" προέρχεται από το λατινικό "praeconizāre" και χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να σημαίνει την πράξη της προφητείας ή της πρόβλεψης σε κάποιο γεγονός ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά, πολιτικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα, καθώς και σε συζητήσεις όπου αναφέρεται μια προγραμματισμένη κατεύθυνση ή τάση.
Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και συναντάται πιο συχνά σε γραπτές μορφές, όπως σε επιστημονικά άρθρα ή κείμενα σχετικά με την πρόβλεψη κοινωνικών και οικονομικών τάσεων.
Οι ειδικοί προβλέπουν μια αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη τα επόμενα χρόνια.
En su discurso, el político preconizó cambios importantes en la educación.
Η λέξη "preconizar" δεν είναι τόσο διαδεδομένη σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες φράσεις.
Η πρόβλεψη του μέλλοντος της τεχνολογίας είναι μια ενδιαφέρουσα πρόκληση.
No es fácil preconizar el impacto del cambio climático.
Δεν είναι εύκολο να προβλέψουμε τον αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής.
La capacidad de preconizar eventos económicos es esencial para los inversores.
Η λέξη "preconizar" προέρχεται από τη λατινική ρίζα "praeconizāre", που σημαίνει "να αναγγέλλω μπροστά" ή "να προαναγγέλλω".
Συνώνυμα: - Pronosticar (προβλέπω) - Anunciar (αναγγέλλω) - Vaticinar (προφητεύω)
Αντώνυμα: - Ignorar (αγνοώ) - Desestimar (απορρίπτω)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια πλήρη εικόνα της λέξης "preconizar" στην ισπανική γλώσσα.