precursor - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

precursor (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "precursor" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης στα ισπανικά είναι: /preˈkur.sor/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "precursor" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάτι που προηγείται ή προμηνύει κάτι άλλο, συχνά σε επιστημονικό ή ιατρικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται σε φράσεις που περιγράφουν στοιχεία ή διαδικασίες που συμβαδίζουν ή προηγούνται άλλων γεγονότων. Στην Ισπανική γλώσσα, η λέξη συναντάται συχνά σε γραπτά κείμενα, αλλά και στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El precursor de la fiebre es a menudo una infección.
  2. Ο προάγγελος του πυρετού είναι συχνά μια λοίμωξη.
  3. Los científicos estudiaron el precursor de la enfermedad.
  4. Οι επιστήμονες μελέτησαν τον πρόδρομο της ασθένειας.
  5. El precursor del cambio climático es el aumento de gases de efecto invernadero.
  6. Ο προάγγελος της κλιματικής αλλαγής είναι η αύξηση των αερίων του θερμοκηπίου.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "precursor" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Ser precursor de algo importante.
  2. Να είσαι πρόδρομος σε κάτι σημαντικό.
  3. Considerar como precursor a un científico innovador.
  4. Να θεωρείς κάποιον καινοτόμο επιστήμονα ως πρόδρομο.
  5. Identificar el precursor de un evento trágico.
  6. Να αναγνωρίσεις τον προάγγελο ενός τραγικού γεγονότος.
  7. El precursor de la paz es el entendimiento mutuo.
  8. Ο προάγγελος της ειρήνης είναι η αμοιβαία κατανόηση.
  9. Los precursores en la medicina han cambiado a lo largo de los siglos.
  10. Οι πρόδρομοι στην ιατρική έχουν αλλάξει κατά τη διάρκεια των αιώνων.

Ετυμολογία

Η λέξη "precursor" προέρχεται από τη λατινική λέξη "praecursor", που σημαίνει "αυτός που προηγείται" (prae- = πριν και currere = τρέχω).

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024