Η λέξη "predecesor" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "predecesor" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /pɾeðeθeˈsoɾ/ (υπόκειται σε αλλαγές ανάλογα με την προφορά ανά περιοχή).
Η λέξη "predecesor" αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που προηγήθηκε κάποιου άλλου. Χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει ανθρώπους που κατείχαν μια θέση ή ρόλο πριν από κάποιον άλλο. Στη γλώσσα των επιχειρήσεων και της διοίκησης, είναι συχνά συνδεδεμένο με διαδοχές θέσεων (π.χ. διευθυντές, πρόεδροι).
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αλλά είναι επίσης κοινή σε προφορικούς διαλόγους.
"Ο προκάτοχος του νυν προεδρεύοντα έκανε πολλές μεταρρυθμίσεις."
"Siempre aprendemos de los errores de nuestro predecesor."
"Πάντα μαθαίνουμε από τα λάθη του προκάτοχού μας."
"El predecesor en este puesto dejó una gran influencia."
Στα Ισπανικά, η λέξη "predecesor" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες εκφράσεις, αν και δεν είναι ιδιωματική με την πιο στενή έννοια. Μερικές προτάσεις περιλαμβάνουν:
"Είναι σημαντικό να μελετήσουμε την πορεία του προκάτοχου για να κατανοήσουμε την τρέχουσα κατάσταση."
"En política, el predecesor a menudo establece el tono para el sucesor."
"Στην πολιτική, ο προκάτοχος συχνά καθορίζει τον τόνο για τον διάδοχο."
"La opinión del predecesor es valiosa en la toma de decisiones."
"Η γνώμη του προκάτοχου είναι πολύτιμη στη λήψη αποφάσεων."
"Los predecesores en la investigación nos dejaron un legado importante."
"Οι προκάτοχοι στην έρευνα μας άφησαν μια σημαντική κληρονομιά."
"A veces, el predecesor es olvidado, pero su trabajo sigue influyendo."
Η λέξη "predecesor" προέρχεται από τα λατινικά: "praedecessor", που σημαίνει "αυτός που προχωρά πριν". Αποτελείται από το πρόθεμα "pre-" που σημαίνει "πριν" και την ρίζα "-decesor", που συνδέεται με τη δράση του να πηγαίνεις ή να προχωράς.
Συνώνυμα: - Antecesor - Precursor
Αντώνυμα: - Sucesor (διάδοχος) - Continuador (συνεχιστής)