Predecir είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "predecir" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /pɾeðeˈθiɾ/ (Ισπανικά από την Ισπανία) ή /pɾeˈdeθir/ (στην ισπανική από την Λατινική Αμερική).
Η λέξη predecir σημαίνει την πράξη της πρόβλεψης ή της προφητείας για κάτι που θα συμβεί στο μέλλον. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε διάφορα πεδία, όπως η μετεωρολογία (προβλέψεις καιρού), η οικονομία και η κοινωνική επιστήμη. Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και σε γραπτό πλαίσιο, αλλά συχνά είναι πιο κοινή σε γραπτές αναφορές και αναλύσεις.
Ella puede predecir el clima con gran precisión.
(Αυτή μπορεί να προβλέψει τον καιρό με μεγάλη ακρίβεια.)
Los científicos intentan predecir el comportamiento del mercado.
(Οι επιστήμονες προσπαθούν να προβλέψουν τη συμπεριφορά της αγοράς.)
Es difícil predecir el futuro, pero hay señales que podemos observar.
(Είναι δύσκολο να προβλέψουμε το μέλλον, αλλά υπάρχουν σημάδια που μπορούμε να παρατηρήσουμε.)
Ο όρος predecir ενδέχεται να χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Es fácil predecir lo que va a pasar si miras los signos.
(Είναι εύκολο να προβλέψεις τι θα συμβεί αν παρατηρήσεις τα σημάδια.)
No hay forma de predecir todos los eventos del futuro.
(Δεν υπάρχει τρόπος να προβλέψεις όλα τα γεγονότα του μέλλοντος.)
Siempre es bueno predecir los resultados antes de actuar.
(Είναι πάντα καλό να προβλέπεις τα αποτελέσματα πριν δράσεις.)
A veces, la intuición puede ayudar a predecir lo que vendrá.
(Μερικές φορές, η διαίσθηση μπορεί να βοηθήσει στην πρόβλεψη του τι θα έρθει.)
Utilizan modelos matemáticos para predecir resultados en la ciencia.
(Χρησιμοποιούν μαθηματικά μοντέλα για να προβλέψουν αποτελέσματα στην επιστήμη.)
Η λέξη predecir προέρχεται από το λατινικό praedicere, το οποίο σημαίνει "να μιλήσεις νωρίτερα" ή "να προφητεύσεις", και το οποίο αποτελείται από δύο μέρη: το prae- (προ) και το dicere (λέγω).
Συνώνυμα: - pronosticar (προβλέπω) - anticipar (αναμένω)
Αντώνυμα: - ignorar (αγνοώ) - dudar (αμφιβάλλω)