Το "predicar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "predicar" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /pɾe.ðiˈkaɾ/.
Η λέξη "predicar" στα ισπανικά σημαίνει "να κηρύττω" ή "να διακηρύσσω". Χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο της θρησκείας, όταν κάποιος μιλάει για την πίστη του ή για διδασκαλίες. Γενικά, έχει μέτρια συχνότητα χρήσης, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Él fue a la iglesia para predicar sobre el amor.
Αυτός πήγε στην εκκλησία για να κηρύξει για την αγάπη.
La tarea del sacerdote es predicar la palabra de Dios.
Η δουλειά του ιερέα είναι να κηρύττει τον λόγο του Θεού.
Το "predicar" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά.
Predicar con el ejemplo.
Να κηρύσσεις με το παράδειγμα.
(Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι οι πράξεις μας πρέπει να συμβαδίζουν με ό,τι διδάσκουμε.)
Predicar a los conversos.
Να κηρύττεις στους μετανοημένους.
(Αναφέρεται στο να μιλάς σε εκείνους που έχουν ήδη αποδεχτεί ένα συγκεκριμένο μήνυμα ή πίστη.)
Predicar en el desierto.
Να κηρύττεις στην έρημο.
(Χρησιμοποιείται για να δηλώσει όταν κάποιος κάνει προσπάθεια να πείσει άλλους, αλλά δεν έχει ανταπόκριση.)
No predicar con el miedo.
Μη κηρύττεις με τον φόβο.
(Αφορά τη διδασκαλία που βασίζεται στον φόβο παρά στην αγάπη ή την κατανόηση.)
Το ρήμα "predicar" προέρχεται από το λατινικό "praedicare", που σημαίνει "να διακηρύσσω" ή "να αναγγέλλω". Αποτελείται από την πρόθεση "prae-" (πριν) και το ρήμα "dicare" (να δηλώνω).