Η λέξη "predilecto" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /pɾe.ðiˈlek.to/
Η λέξη "predilecto" σημαίνει τον αγαπημένο ή προτιμημένο, το άτομο ή το πράγμα που προτιμάται περισσότερο από κάποιον σε σύγκριση με άλλα. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει έναν άνθρωπο ή ένα αντικείμενο που προτιμάται ή αγαπιέται ιδιαίτερα. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Él es mi amigo predilecto.
(Αυτός είναι ο αγαπημένος μου φίλος.)
Este libro es mi predilecto de todos los tiempos.
(Αυτό το βιβλίο είναι το αγαπημένο μου όλων των εποχών.)
Η λέξη "predilecto" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, που τονίζουν την προτίμηση ή την αγάπη προς κάποιον ή κάτι.
Tener un hijo predilecto.
(Να έχεις έναν αγαπημένο γιο.)
El predilecto del profesor es el mejor estudiante de la clase.
(Ο αγαπημένος του καθηγητή είναι ο καλύτερος μαθητής της τάξης.)
Su postre predilecto es el flan.
(Το αγαπημένο του επιδόρπιο είναι το φλαν.)
Es el personaje predilecto de la novela.
(Είναι ο αγαπημένος χαρακτήρας του μυθιστορήματος.)
El predilecto de la suerte no siempre es el más fuerte.
(Ο προτιμημένος της τύχης δεν είναι πάντα ο πιο δυνατός.)
Η λέξη "predilecto" προέρχεται από το λατινικό "praedilectus", το οποίο είναι σύνθετο από το "prae-" (προ-) και "diligo" (αγαπώ ή προτιμώ).
Συνώνυμα: - favorito - preferido - amado
Αντώνυμα: - despreciado - menospreciado - indiferente