predilecto - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

predilecto (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Η λέξη "predilecto" είναι επίθετο.

Φωνητική Μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /pɾe.ðiˈlek.to/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της Λέξης

Η λέξη "predilecto" σημαίνει τον αγαπημένο ή προτιμημένο, το άτομο ή το πράγμα που προτιμάται περισσότερο από κάποιον σε σύγκριση με άλλα. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει έναν άνθρωπο ή ένα αντικείμενο που προτιμάται ή αγαπιέται ιδιαίτερα. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδείγματα Χρήσης

  1. Él es mi amigo predilecto.
    (Αυτός είναι ο αγαπημένος μου φίλος.)

  2. Este libro es mi predilecto de todos los tiempos.
    (Αυτό το βιβλίο είναι το αγαπημένο μου όλων των εποχών.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "predilecto" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, που τονίζουν την προτίμηση ή την αγάπη προς κάποιον ή κάτι.

  1. Tener un hijo predilecto.
    (Να έχεις έναν αγαπημένο γιο.)

  2. El predilecto del profesor es el mejor estudiante de la clase.
    (Ο αγαπημένος του καθηγητή είναι ο καλύτερος μαθητής της τάξης.)

  3. Su postre predilecto es el flan.
    (Το αγαπημένο του επιδόρπιο είναι το φλαν.)

  4. Es el personaje predilecto de la novela.
    (Είναι ο αγαπημένος χαρακτήρας του μυθιστορήματος.)

  5. El predilecto de la suerte no siempre es el más fuerte.
    (Ο προτιμημένος της τύχης δεν είναι πάντα ο πιο δυνατός.)

Ετυμολογία της Λέξης

Η λέξη "predilecto" προέρχεται από το λατινικό "praedilectus", το οποίο είναι σύνθετο από το "prae-" (προ-) και "diligo" (αγαπώ ή προτιμώ).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - favorito - preferido - amado

Αντώνυμα: - despreciado - menospreciado - indiferente



23-07-2024