Το "predisponer" είναι ρήμα.
/predizpo'neɾ/
Η λέξη "predisponer" σημαίνει να προδιαθέσει ή να προετοιμάσει κάποιον ή κάτι για μια συγκεκριμένη κατάσταση ή κατάσταση. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με συχνή χρήση σε ιατρικά, νομικά και ψυχολογικά συμφραζόμενα. Στην καθημερινή επικοινωνία, η λέξη μπορεί να αναπαράγεται τακτικά, ειδικά όταν γίνεται αναφορά στην προετοιμασία ή την επιρροή που έχει μια κατάσταση ή ένας παράγοντας.
Es importante predisponer a los niños para la educación.
Είναι σημαντικό να προδιαθέσουμε τα παιδιά για την εκπαίδευση.
El médico intentó predisponer al paciente a aceptar el tratamiento.
Ο γιατρός προσπάθησε να προδιαθέσει τον ασθενή να αποδεχθεί τη θεραπεία.
La campaña busca predisponer a la población hacia una alimentación saludable.
Η εκστρατεία επιδιώκει να προδιαθέσει τον πληθυσμό προς μια υγιεινή διατροφή.
Η λέξη "predisponer" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να εκφράσει διαφορετικές έννοιες.
El apoyo emocional puede predisponer a alguien a tomar mejores decisiones.
Η συναισθηματική υποστήριξη μπορεί να προδιαθέσει κάποιον να πάρει καλύτερες αποφάσεις.
Predisponer favorablemente
προδιαθέτω θετικά.
Las actitudes amistosas pueden predisponer favorablemente a los visitantes.
Οι φιλικές στάσεις μπορούν να προδιαθέσουν θετικά τους επισκέπτες.
Predisponer el ambiente
προδιαθέτω το περιβάλλον.
Η λέξη "predisponer" προέρχεται από το επίθημα "pre-" που σημαίνει "πριν" και το ρήμα "disponer", που σημαίνει "να διατάξω" ή "να ετοιμάσω". Συνεπώς, η λέξη συνδυάζει την έννοια της προετοιμασίας ή της διάταξης που προηγείται μιας δράσης.